Αν και σύμφωνα με τους ειδικούς, έτη φωτός χωρίζουν τη “φούσκα” από την ελληνική αγορά ακινήτων, ο ανήφορος που έχουν πάρει τα ενοίκια δεν μπορεί να μην προκαλεί ανησυχία. Το γεγονός αυτό φαίνεται ότι βιώνει και ο εμπορικός κόσμος και οι καταστηματάρχες. Δεν είναι τυχαίο ότι, πρόσφατα, ο πρόεδρος του εμπορικού συλλόγου Αθηνών Σταύρος Καφούνης ανέφερε ότι η πραγματική κατάσταση που επικρατεί αυτή την χρονική στιγμή στην αγορά, δεν δικαιολογεί υπερβολικές αυξήσεις στην ανανέωση παλαιών μισθώσεων, ούτε συμφωνίες με υψηλά τιμήματα για τις νέες μισθώσεις. Το σκεπτικό του στηρίζεται στο γεγονός ότι τα θεμελιώδη μεγέθη στο λιανεμπόριο και στην κατανάλωση δεν έχουν βελτιωθεί σημαντικά και κατ’ επέκταση δεν δικαιολογούν υπέρογκες αυξήσεις μισθωμάτων, τα οποία υπάρχει κίνδυνος να μην εξοφληθούν ποτέ.
Χωρίς αμφισβήτηση, σύμφωνα με μεσίτες, στα καταστήματα καταγράφεται ισχυρή ζήτηση κατά βάση για ποιοτικά και μικρού μεγέθους ακίνητα, ενώ οι αποδόσεις κινούνται πτωτικά και σε περιπτώσεις ακινήτων με ιδιαίτερη προβολή και εμπορικότητα έχουν σημειωθεί συναλλαγές ακόμα και κάτω από 6%. Κατά μέσο όρο όμως, οι αποδόσεις διαμορφώνονται στο 7%, παραμένοντας όμως, σε ποσοστό 1,25% πάνω από το επίπεδο που είχε καταγραφεί πριν από την κρίση.
Σε κάθε, όμως, περίπτωση, η αύξηση της ζήτησης δεν είναι δυνατόν να οδηγήσει, αναγκαστικά, στην αύξηση των ενοικίων κι αυτό επειδή δεν έχει αυξηθεί η αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών. Όπως δηλαδή, εξηγεί μεσίτης στο Economix.gr, βασικό κριτήριο για το ύψος του ενοικίου είναι ο όγκος των πωλήσεων που πραγματοποιεί ένας λιανέμπορος ανά τετραγωνικό μέτρο χώρου. Για παράδειγμα, ετήσιο ενοίκιο της τάξης των 2.400 ευρώ, ανά τ.μ., θεωρείται βιώσιμο, εάν υπάρχουν ετήσια έσοδα ύψους 24.000 ευρώ…
Πάντως, οι προοπτικές στην αγορά εμπορικών χώρων είναι σημαντικές, με έρευνα που πραγματοποίησε η PwC, για λογαριασμό του Urban Land Institute, να κατατάσσει την Αθήνα στην πρώτη πεντάδα των πόλεων με την υψηλότερη προσδοκώμενη αύξηση τιμών για το 2020. Τις υπόλοιπες τέσσερις θέσεις καταλαμβάνουν η Λισσαβόνα, το Βερολίνο, το Άμστερνταμ και το Μόναχο.
Ξέφυγαν τα ενοίκια και στα σπίτια
Η τάση για αύξηση των ζητούμενων ενοικίων έχει γίνει εμφανής και μαίνεται και στην αγορά κατοικίας. Βασική αιτία είναι οι βραχυχρόνιες ενοικιάσεις που έχουν θέσει εκτός αγοράς μεγάλο αριθμό σπιτιών, με αποτέλεσμα η ζήτηση να παραμένει ισχυρή. Εξάλλου, σύμφωνα με έρευνα του δικτύου Spitogatos oι τιμές ενοικίασης παρουσίασαν πολύ μεγάλες αυξήσεις στην πλειονότητα των Ελληνικών πόλεων, με τις μεγαλύτερες μεταβολές να παρατηρούνται στον Πειραιά (25,2%), τα Νησιά Αργοσαρωνικού (23,1%), τον Νομό Τρικάλων (21,4%), το Κέντρο Αθήνας & τα Δυτικά Προάστεια (20%) και τον Νομό Κερκύρας (19%). Εξαίρεση αποτέλεσαν λίγες περιοχές, οι οποίες δεν ακολούθησαν τον αυξητικό ρυθμό της υπόλοιπης χώρας στις τιμές ενοικίων. Οι περιοχές αυτές είναι οι: Ζάκυνθος (-10,4%), Κυκλάδες (-8,3%), Θεσπρωτία (-6,2%), Νομός Καστοριάς (-3,8%), Νομός Φλώρινας (-3,7%).
Πάντως, η τάση αυτή, της ανόδου των ενοικίων αναμένεται να συνεχιστεί. Κι αυτό το απόθεμα κατοικιών που να διαθέτει τις κατάλληλες προδιαγραφές δεν επαρκεί, με δεδομένο ότι, όπως εξηγούν μεσίτες στο Economix.gr, υπολογίζεται, ότι κάθε χρόνο, βγαίνει εκτός αγοράς, λόγω παλαιότητας, περίπου το 2% των διαθέσιμων ακινήτων. Έτσι, εάν ληφθεί υπόψη ότι για διάστημα της τάξης των 10 χρόνων, η ανάπτυξη καινούργιων ακινήτων υπήρξε με το σταγονόμετρο, έχει χαθεί περίπου το 20% του αποθέματος.