Μια πρωτιά… ντροπής, φαίνεται πως έχει η Αθήνα ανάμεσα σε άλλες ευρωπαϊκές πόλεις, αφού μαζί με το Μιλάνο, έχουν σχεδόν τα τρία τέταρτα (πάνω από το 70%) των επιβλαβών ρύπων οξειδίου του αζώτου που προέρχονται από τα οχήματα και τις μεταφορές. Την ίδια ώρα δε, περισσότερα από 5 εκατ. αυτοκίνητα κυκλοφορούν στους δρόμους της χώρας, με την κίνηση στα μεγάλα αστικά κέντρα και την πρωτεύουσα να βρίσκεται στα όρια κυκλοφοριακού εμφράγματος.
Σύμφωνα με μελέτη του Κοινού Κέντρου Ερευνών (JRC) της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, το ποσοστό αυτό είναι πολύ μεγαλύτερο από το μέσο όρο (47%) σε 30 μεγάλες ευρωπαϊκές πόλεις, ενώ σε κάποιες όπως η Λισαβόνα είναι μόνο 20%. Μάλιστα, εκτιμάται, ότι οι συγκεντρώσεις του μονοξειδίου και του διοξειδίου του αζώτου στις μεγάλες πόλεις της Ευρώπης όπως η Αθήνα θα μπορούσαν να μειωθούν έως 40% με τα κατάλληλα μέτρα, όσον αφορά τη μετακίνηση των οχημάτων.
Συγκεκριμένα, περίπου το 15% της μείωσης μπορεί να προέλθει από τους περιορισμούς στα παλαιότερα πετρελαιοκίνητα ΙΧ, το 13% στα πετρελαιοκίνητα φορτηγά και το 6% στα βαν με ντίζελ.
Η ατμοσφαιρική ρύπανση -στην οποία συμβάλλουν σημαντικά τα οξείδια του αζώτου- είναι ο μεγαλύτερος περιβαλλοντικός κίνδυνος για την υγεία, σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ). Παρά την πρόοδο που έχει γίνει, αρκετές ευρωπαϊκές πόλεις υποφέρουν ακόμη από μέτρια ποιότητα αέρα. Μόνο του το διοξείδιο του αζώτου (ΝΟ2) ευθύνεται για τουλάχιστον 68.000 πρόωρους θανάτους στην ΕΕ ετησίως, ενώ αρκετές πόλεις -μεταξύ των οποίων και η Αθήνα- τακτικά ξεπερνούν τα ευρωπαϊκά όρια και ασφαλείας για το συγκεκριμένο ρύπο (40 μικρογραμμάρια Νο2 ανά κυβικό μέτρο αέρα). Περίπου το 10% των σταθμών μέτρησης της ποιότητας του αέρα στην Ευρώπη -κυρίως μέσα σε πόλεις (και στην Αθήνα)- καταγράφουν κάθε χρόνο παραβίαση του επιπέδου των ρύπων σε ετήσια βάση.
Η εφαρμογή του νέου και πιο αυστηρού τρόπου μέτρησης των εκπομπών CO2, σε συνδυασμό με τους αυστηρότερους κανόνες εκπομπών, καθιστούν επιτακτική την ανάγκη για ανάπτυξη και διάθεση στην αγορά οχημάτων χαμηλών ρύπων από τους κατασκευαστές οχημάτων, με πολυάριθμα νέα ηλεκτροκίνητα μοντέλα να διατίθενται τα επόμενα χρόνια, ξεκινώντας από το έτος 2020. Είναι σημαντικό να τονιστεί, όπως αναφέρεται και στο ΕΣΕΚ, πως ο ρόλος των οχημάτων αυτών, θα γίνεται όλο και πιο καίριος, όσο αυξάνεται το μερίδιο της ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται από ΑΠΕ και ταυτόχρονα μειώνεται το αντίστοιχο μερίδιο των ορυκτών καυσίμων. «Και αυτό, διότι τα ηλεκτρικά οχήματα θα παρέχουν τη δυνατότητα για έναν όλο και πιο “καθαρό” τρόπο μετακίνησης σε σύγκριση με τα συμβατικά οχήματα, όσο συντελείται η απανθρακοποίηση της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας. Ως εκ τούτου, η προώθηση της ηλεκτροκίνησης αποτελεί βασικό στόχο πολιτικής, ο οποίος προϋποθέτει την ολοκλήρωση του σχετικού κανονιστικού πλαισίου, τον προγραμματισμό ανάπτυξης των απαραίτητων ενεργειακών υποδομών φόρτισης ηλεκτρικών οχημάτων».
Για το σκοπό αυτό έχει συσταθεί η Διυπουργική Επιτροπή για την υλοποίηση του Έργου «Προώθηση της ηλεκτροκίνησης στην Ελληνική επικράτεια» με σκοπό μεταξύ άλλων την εκπόνηση εθνικού επιχειρησιακού σχεδίου για την ανάπτυξη της ηλεκτροκίνησης, τη διαχείριση και συντονισμό σε διυπουργικό επίπεδο όλων των ενεργειών και των δράσεων που αφορούν στην προώθηση της ηλεκτροκίνησης, το σχεδιασμό και εφαρμογή ολοκληρωμένου προγράμματος κινήτρων και τον καθορισμό της χωροταξίας και τη διαμόρφωση του ρυθμιστικού πλαισίου των ηλεκτρικών υποδομών φόρτισης.