Σε κομβικό παράγοντα για τον τουρισμό και την οικονομία της χώρας κατ’ επέκταση εξελίσσονται τα ελληνικά αεροδρόμια, δεδομένου ότι η επιβατική κίνηση θα ανέλθει το 2019 σε περίπου 70 εκατομμύρια, σημειώνοντας νέο ιστορικό ρεκόρ όλων των εποχών για πέμπτο συνεχόμενο έτος.
Πρωταγωνιστικό ρόλο σε αυτό το success story των τελευταίων ετών έχει διαδραματίσει το αεροδρόμιο της Αθήνας, στο οποίο η επιβατική κίνηση αναμένεται να φτάσει το 2019 στον εντυπωσιακό αριθμό των 25,5 εκατομμυρίων, καταρρίπτοντας την προηγούμενη καλύτερη επίδοση το 2018 με 24,1 εκατομμύρια επιβάτες.
Στο διάστημα Ιανουαρίου – Νοεμβρίου 2019 ο αριθμός των επιβατών που χρησιμοποίησαν το αεροδρόμιο «Ελευθέριος Βενιζέλος» αυξήθηκε κατά 6% συγκριτικά με το 2018 και διαμορφώθηκε σε σχεδόν 24 εκατομμύρια έναντι 22,5 εκατομμυρίων πέρσι.
Τους επόμενους μήνες μάλιστα, αναμένεται να ξεκινήσουν μεγάλης κλίμακας έργα για την επέκταση των εγκαταστάσεων προκειμένου να αυξηθεί η δυναμικότητα του «Ελευθέριος Βενιζέλος».
Το master plan του αεροδρομίου της Αθήνας
Η εταιρεία Διεθνής Αερολιμένας Αθηνών (ΔΑΑ) έχει υποβάλει για έλεγχο στην Υπηρεσία Πολιτικής Αεροπορίας (ΥΠΑ) τo master plan για τις επενδύσεις στις υποδομές που προγραμματίζει τα επόμενα τρία με τέσσερα έτη στο αεροδρόμιο της Αθήνας.
Το σημαντικότερο έργο με εκτιμώμενο κόστος άνω των 500 εκατομμυρίων ευρώ, αφορά στην επέκταση του βόρειου τμήματος του υφιστάμενου τερματικού σταθμού, προκειμένου να αυξηθεί την επόμενη τετραετία η δυναμικότητα του «Ελευθέριος Βενιζέλος» σε 33 εκατομμύρια επιβάτες ετησίως από 26 εκατομμύρια που είναι τώρα.
Πρόκειται για έργο ιστορικής σημασίας, δεδομένου ότι θα αποτελέσει τη μεγαλύτερη παρέμβαση στις εγκαταστάσεις του αεροδρομίου από τότε που ξεκίνησε τη λειτουργία του το 2001.
Το έργο της επέκτασης του κεντρικού αεροσταθμού περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, την κατασκευή νέων θυρών επιβατών (gates) και την ανέγερση χώρων για εμπορικές χρήσεις με έκταση χιλιάδων τετραγωνικών μέτρων.
Μεταξύ των σχεδίων που έχει υποβάλει η ΔΑΑ στην ΥΠΑ για έλεγχο είναι και μελέτες για την επέκταση της βόρειας πλευράς της πίστας του αεροδρομίου, τη διεύρυνση του βοηθητικού αεροσταθμού και την κατασκευή νέου χώρου αναμονής ταξί στα βορειοδυτικά του εμπορικού πάρκου.
Τα 14 περιφερειακά αεροδρόμια
Εκτός από το αεροδρόμιο της Αθήνας η επιβατική κίνηση αναμένεται να αυξηθεί – έστω και οριακά – και στα 14 περιφερειακά αεροδρόμια που διαχειρίζεται η Fraport Greece.
Ο αριθμός των επιβατών στα περιφερειακά αεροδρόμια αυξήθηκε σε ποσοστό 1% τους πρώτους 11 μήνες του 2019 σε σχέση με το 2018, φτάνοντας τα 29,45 εκατομμύρια έναντι 29,15 εκατομμυρίων την αντίστοιχη περίοδο πέρσι.
Η κίνηση στα περιφερειακά αεροδρόμια για πρώτη φορά θα ξεπεράσει τα 30 εκατομμύρια επιβάτες το 2019, ενώ έως το τέλος του έτους θα έχουν ολοκληρωθεί οι εργασίες αναβάθμισης των υποδομών σε πέντε αεροδρόμια.
Πρόκειται για τα αεροδρόμια της Σάμου, της Σκιάθου, της Μυτιλήνης, της Ρόδου και της Κεφαλονιάς, ενώ πριν από λίγους μήνες ολοκληρώθηκαν οι εργασίες αναβάθμισης και επέκτασης στο Άκτιο.
Σύμφωνα με το επενδυτικό πρόγραμμα της Fraport Greece, μέσα στο 2019 υλοποιήθηκαν έργα ύψους 120 εκατομμυρίων ευρώ σε έξι αεροδρόμια. Συνολικά έχουν αναβαθμιστεί οι υποδομές και οι υπηρεσίες σε εννέα από τα 14 αεροδρόμια που διαχειρίζεται η εταιρεία, δεδομένου ότι το 2018 παραδόθηκαν στους επιβάτες και τα αεροδρόμια των Χανίων, της Ζακύνθου και της Καβάλας.
Σε περίπου ένα έτος από τώρα θα έχει ολοκληρωθεί το σύνολο των παρεμβάσεων ύψους περίπου 400 εκατομμυρίων ευρώ της Fraport Greece και στα 14 περιφερειακά αεροδρόμια. Σε εξέλιξη βρίσκονται οι εργασίες στα αεροδρόμια της Θεσσαλονίκης, της Κέρκυρας, της Κω, της Σαντορίνης και της Μυκόνου.
Οι σημαντικότερες επενδύσεις, οι οποίες ανέρχονται σε 100 εκατομμύρια ευρώ, θα υλοποιηθούν στο αεροδρόμιο «Μακεδονία» της Θεσσαλονίκης, καθώς κατασκευάζεται νέος τερματικός σταθμός 34.000 τμ, ο οποίος είναι κατά 10.000 τμ μεγαλύτερος από τον υπάρχοντα.
Όταν ολοκληρωθούν οι επενδύσεις στο «Μακεδονία» το αεροδρόμιο θα μπορεί να εξυπηρετεί περισσότερους από 10 εκατομμύρια επιβάτες ετησίως. Το 2019 ο αριθμός των επιβατών αναμένεται να ανέλθει σε περίπου 7 εκατομμύρια, από 6,7 εκατομμύρια το 2018.