του Andrea Rizzi (*)
Σε μια ενδιαφέρουσα συνέντευξη που παραχώρησε σε έναν αριθμό σειρά ευρωπαϊκών εφημερίδων, ο Ντόναλντ Τουσκ έθιξε χωρίς περιστροφές το ζήτημα της σχέσης των μετριοπαθών συντηρητικών κομμάτων με την ακροδεξιά. Ο νεοεκλεγείς πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος τάχθηκε υπέρ της θέσης που υποστηρίζει η Αγγελα Μέρκελ για μια σαφή απόσταση από τα κόμματα της άκρας Δεξιάς, σε αντίθεση με τον αρχηγό της ισπανικής κεντροδεξιάς Πάμπλο Κασάδο, ο οποίος δεν έχει κανένα πρόβλημα να ζητά τη στήριξη του Vox.
To ερώτημα αυτό είναι ένα από τα πολλά στα οποία πρέπει να απαντήσουν οι ευρωπαίοι φιλελεύθεροι δημοκράτες σχετικά με το πού ακριβώς τοποθετούνται στο τόξο που στα δύο του άκρα έχει τη σύγκρουση και τον κατευνασμό.
Μπορεί να διακρίνει κανείς τρία επίπεδα. Το παγκόσμιο (πώς να αντιμετωπίσεις αυταρχικές δυνάμεις ή φιλελεύθερες δυνάμεις των οποίων ηγούνται πολιτικοί με συγκρουσιακή διάθεση), το ευρωπαϊκό (πώς να διαχειριστείς τη σχέση με κυβερνήσεις της ΕΕ που έχουν αντιφιλελεύθερες τάσεις) και το εθνικό (πώς να συμπεριφερθείς απέναντι σε ριζοσπαστικά κόμματα). Κάθε επίπεδο έχει τα δικά του χαρακτηριστικά, όπως και κάθε «αντίπαλος», αλλά όλα προϋποθέτουν δύο πράγματα. Εναν προβληματισμό επί της αρχής, στον οποίο άλλωστε αναφέρθηκε και ο Τουσκ. Αλλά και έναν στρατηγικό προβληματισμό: το αν δηλαδή η καλύτερη μέθοδος για να περιορίσεις τον αντίπαλο είναι η επαφή, η σχέση , η συνεργασία ή η σύγκρουση.
Η ιστορία προσφέρει παραδείγματα σε όλη τη χρωματική παλέτα, από τον επονείδιστο κατευνασμό των δυτικών δημοκρατιών απέναντι στον Χίτλερ τη δεκαετία του ’30 μέχρι το μετρημένο engagement του Μπαράκ Ομπάμα απέναντι σε καθεστώτα όπως το κουβανικό ή το ιρανικό, με στόχο την απόσπαση μεσοπρόθεσμα ή μακροπρόθεσμα θετικών αλλαγών. Ο Τραμπ, φυσικά, προκρίνει τη σύγκρουση.
Η ΕΕ πρέπει να αποφασίσει σε πολλές περιπτώσεις πού να τοποθετηθεί σε αυτή τη χρωματική παλέτα: απέναντι στην επεκτατική συμπεριφορά του Πούτιν (σκληρή στάση ή προσέγγιση όπως επιθυμεί ο Μακρόν), απέναντι στην ελάχιστα φιλική στάση του Τραμπ (ποια είναι η ενδεδειγμένη αντίδραση στις κυρώσεις που αποφασίζει η Ουάσινγκτον και περιορίζουν τις οικονομικές δραστηριότητες της Ευρώπης) ή απέναντι σε γενικότερες παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων (πού σταματά ο διάλογος και αρχίζει η καταγγελία).
Οι ευρωπαίοι φιλελεύθεροι δημοκράτες πρέπει επίσης να αποφασίσουν πώς να συμπεριφερθούν απέναντι στους λεγόμενους αντιφιλελεύθερους δημοκράτες τύπου Ορμπαν. Το να παραπέμψουν σε ευρωπαϊκά δικαστήρια ορισμένες πρωτοβουλίες είναι λογικό και εύκολο. Μέχρι ποιου σημείου όμως μπορεί να χρησιμοποιηθεί το όπλο των διαρθρωτικών ταμείων; Και είναι σωστό να τιμωρούνται οι αθώοι πολίτες για τη συμπεριφορά των κυβερνήσεών τους;
Και, τέλος, σε όλες σχεδόν τις χώρες, ένα δίλημμα: πώς να αντιμετωπίσεις τους ακραίους; Να λειτουργήσεις ως κόμμα, που αφήνει να ρέει ο λόγος με την ελπίδα να μαλακώσει, ή ως τελεία, με κίνδυνο η επόμενη φράση να μεγαλώνει και να μεγαλώνει μέχρι που να μην μπορεί πια να συγκρατηθεί; Ο καθένας έχει τις δικές του απαντήσεις. Θα είναι λάθος όμως να συγκεντρωθεί κανείς σε ένα από τα δύο κλειδιά: μόνο τις αρχές ή μόνο τη στρατηγική. Πρέπει να λαμβάνονται υπόψη και τα δύο.
(*) O Αντρέα Ρίσι είναι αρθρογράφος της El Pais