Κοινή δήλωση με την οποία αποδομούν τα τα «σταθερά κρυπτονομίσματα» (stablecoins), αναμεσά τους και η Libra του Facebook, εξέδωσαν το Συμβούλιο της ΕΕ και η Κομισιόν.
Ενδεικτική της ενιαίας στάσης-«φρένο» που υιοθετεί η Ένωση απέναντι στην αγορά των κρυπτονομισματών είναι η ακόλουθη διατύπωση: «To Συμβούλιο και η Επιτροπή δηλώνουν ότι δεν θα πρέπει να τεθεί σε λειτουργία στην Ευρωπαϊκή Ένωση κανένας μηχανισμός παγκόσμιου «σταθερού κρυπτονομίσματος» έως ότου εντοπιστούν και αντιμετωπιστούν επαρκώς οι νομικές, κανονιστικές και εποπτικές προκλήσεις και κίνδυνοι».
Πιο αναλυτικά η ανακοίνωση έχει ως εξής:
«1. Η τεχνολογική καινοτομία μπορεί να αποφέρει σημαντικά οικονομικά οφέλη στον χρηματοπιστωτικό τομέα, προωθώντας τον ανταγωνισμό και τη χρηματοοικονομική ενσωμάτωση, διευρύνοντας τις επιλογές των καταναλωτών, αυξάνοντας την αποδοτικότητα και επιτυγχάνοντας εξοικονόμηση κόστους για τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και την οικονομία γενικότερα.
2. Τα λεγόμενα «σταθερά κρυπτονομίσματα (stablecoins)» μπορούν να προσφέρουν ευκαιρίες για φθηνές και γρήγορες πληρωμές, ιδίως όσον αφορά τις διασυνοριακές πληρωμές. Ταυτόχρονα, οι μηχανισμοί αυτοί θέτουν πολύπλευρες προκλήσεις και κινδύνους όσον αφορά π.χ. την προστασία των καταναλωτών, την προστασία της ιδιωτικής ζωής, τη φορολογία, την κυβερνοασφάλεια και την επιχειρησιακή ανθεκτικότητα, τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, την ακεραιότητα της αγοράς, τη διακυβέρνηση και την ασφάλεια δικαίου. Όταν μια πρωτοβουλία σχετική με «σταθερό κρυπτονόμισμα» έχει τη δυνατότητα να φτάσει σε παγκόσμια κλίμακα, οι ανησυχίες αυτές ενδέχεται να ενισχυθούν και πιθανόν να ανακύψουν νέοι κίνδυνοι για τη νομισματική κυριαρχία, τη νομισματική πολιτική, την ασφάλεια και την αποτελεσματικότητα των συστημάτων πληρωμών, τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και τον θεμιτό ανταγωνισμό.
3. Όπως τονίζεται στην πρόσφατη έκθεση της ομάδας G7 που ασχολείται με τα ζητήματα αυτά, δεν θα πρέπει να τεθούν σε εφαρμογή σχέδια και ρυθμίσεις για παγκόσμια «σταθερά κρυπτονομίσματα», έως ότου εξαλειφθούν όλοι αυτοί οι κίνδυνοι και αντιμετωπιστούν οι σχετικοί προβληματισμοί. Επαναλαμβάνουμε τη βούλησή μας να αντιμετωπίσουμε κατάλληλα τις προκλήσεις που θέτουν οι πρωτοβουλίες αυτές βάσει κοινής αντίληψης και συντονισμένης προσέγγισης σε επίπεδο ΕΕ. Οι πρωτοβουλίες αυτές δεν θα πρέπει να υπονομεύουν την υφιστάμενη οικονομική και νομισματική τάξη ούτε τη νομισματική κυριαρχία στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
4. Θα πρέπει να εξασφαλιστεί νομική σαφήνεια σχετικά με το καθεστώς των μηχανισμών «σταθερού κρυπτονομίσματος». Ορισμένα πρόσφατα σχέδια παγκόσμιας εμβέλειας δεν παρέχουν επαρκείς πληροφορίες σχετικά με τον ακριβή τρόπο με τον οποίο προτίθενται να διαχειριστούν τους κινδύνους και να διεξαγάγουν τις επιχειρηματικές τους δραστηριότητες. Λόγω της έλλειψης συναφών πληροφοριών, είναι πολύ δύσκολο να συναχθούν οριστικά συμπεράσματα σχετικά με το αν και με ποιον τρόπο εφαρμόζεται το ισχύον κανονιστικό πλαίσιο της ΕΕ. Οι οντότητες που προτίθενται να εκδώσουν «σταθερά κρυπτονομίσματα» ή να εκτελέσουν άλλες δραστηριότητες που αφορούν «σταθερά κρυπτονομίσματα» στην ΕΕ, θα πρέπει να παράσχουν επειγόντως πλήρεις και επαρκείς πληροφορίες, ώστε να είναι δυνατή η ορθή αξιολόγηση με βάση τους ισχύοντες κανόνες.
5. Η αντιμετώπιση των προκλήσεων που εγείρονται από τα «παγκόσμια σταθερά κρυπτονομίσματα» απαιτεί συντονισμένη παγκόσμια αντίδραση. Οι κίνδυνοι που ανακύπτουν από τους μηχανισμούς «σταθερού κρυπτονομίσματος» θα πρέπει να υπόκεινται σε σαφή και αναλογικά ρυθμιστικά και εποπτικά πλαίσια, τα οποία θα βασίζονται σε αξιόπιστα στοιχεία και σε γενικές αρχές και θα εφαρμόζονται σε όλους τους μηχανισμούς «σταθερού κρυπτονομίσματος». Σε συνάφεια με την παγκόσμια δράση, το Συμβούλιο και η Επιτροπή προτίθενται να ενεργήσουν ταχέως, σε συνεργασία με την ΕΚΤ και τις εθνικές και ευρωπαϊκές εποπτικές αρχές. Η προσέγγιση αυτή θα πρέπει να περιλαμβάνει τη διαβούλευση και την ανάπτυξη της βάσης τεκμηρίωσης ως προάγγελων για την πιθανή εκπόνηση νέας νομοθεσίας για μια κοινή προσέγγιση της ΕΕ όσον αφορά τα κρυπτοπεριουσιακά στοιχεία, συμπεριλαμβανομένων των «σταθερών κρυπτονομισμάτων». Ενώ το Συμβούλιο και η Επιτροπή δεσμεύονται να θεσπίσουν ένα πλαίσιο το οποίο θα αξιοποιεί τις πιθανές ευκαιρίες που μπορούν να προσφέρουν τα κρυπτοπεριουσιακά στοιχεία, αναγνωρίζουμε τους κινδύνους που ανακύπτουν από ορισμένα εξ αυτών. Το Συμβούλιο και η Επιτροπή είναι πρόθυμα να λάβουν όλα τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλιστούν κατάλληλα πρότυπα για την προστασία των καταναλωτών και την εύρυθμη λειτουργία των νομισματικών και χρηματοοικονομικών συνθηκών. Όλες οι επιλογές θα πρέπει να τεθούν επί τάπητος, συμπεριλαμβανομένων τυχόν μέτρων για την πρόληψη της δημιουργίας ανεξέλεγκτων κινδύνων από ορισμένα παγκόσμια «σταθερά κρυπτονομίσματα» .
6. Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω, το Συμβούλιο και η Επιτροπή δηλώνουν ότι δεν θα πρέπει να τεθεί σε λειτουργία στην Ευρωπαϊκή Ένωση κανένας μηχανισμός παγκόσμιου «σταθερού κρυπτονομίσματος» έως ότου εντοπιστούν και αντιμετωπιστούν επαρκώς οι νομικές, κανονιστικές και εποπτικές προκλήσεις και κίνδυνοι.
7. Η εμφάνιση πρωτοβουλιών για «σταθερά κρυπτονομίσματα» τονίζει τη σημασία της συνεχούς βελτίωσης των μηχανισμών πληρωμής, προκειμένου να ικανοποιηθούν οι προσδοκίες της αγοράς και των καταναλωτών για πρόσφορες, ταχείες, αποδοτικές και μη δαπανηρές πληρωμές – ιδίως σε διασυνοριακό επίπεδο. Ενώ τα ευρωπαϊκά συστήματα πληρωμών έχουν ήδη σημειώσει αξιόλογη πρόοδο, οι ευρωπαϊκοί φορείς πληρωμών, συμπεριλαμβανομένων των παρόχων υπηρεσιών πληρωμών, διαδραματίζουν επίσης σημαντικό ρόλο εν προκειμένω. Σημειώνουμε ότι η ΕΚΤ και άλλες κεντρικές τράπεζες και εθνικές αρμόδιες αρχές θα διερευνήσουν περαιτέρω τον εν εξελίξει ψηφιακό μετασχηματισμό του συστήματος πληρωμών και, ειδικότερα, τις συνέπειες των πρωτοβουλιών, όπως είναι τα «σταθερά κρυπτονομίσματα». Εκφράζουμε την ικανοποίησή μας για το γεγονός ότι οι κεντρικές τράπεζες σε συνεργασία με άλλες αρμόδιες αρχές εξακολουθούν να αξιολογούν το κόστος και τα οφέλη των ψηφιακών νομισμάτων των κεντρικών τραπεζών, καθώς και να συνεργάζονται με ευρωπαϊκούς φορείς πληρωμών όσον αφορά τον ρόλο του ιδιωτικού τομέα στην ικανοποίηση των προσδοκιών για αποδοτικές, ταχείες και μη δαπανηρές διασυνοριακές πληρωμές.»