Επιπτώσεις και μάλιστα σημαντικές φαίνεται πως έχει η κλιματική αλλαγή στην αλιεία. Όπως προκύπτει από πρόσφατη μελέτη του WWF, από το 1970 οι πληθυσμοί των θαλάσσιων σπονδυλωτών ζώων έχουν μειωθεί κατά πάνω από 50% και η κρίση συνεχώς επιδεινώνεται.
Η υπεραλίευση, η ρύπανση και η καταστροφή των οικοτόπων έχουν επιφέρει καταστροφικές συνέπειες στα θαλάσσια οικοσυστήματα και τις μορφές ζωής που αυτά συντηρούν, με την κλιματική αλλαγή να δημιουργεί επιπρόσθετα προβλήματα. Παράλληλα, το 2017 σημειώθηκαν οι υψηλότερες θαλάσσιες θερμοκρασίες και τα υψηλότερα επίπεδα CO2 που έχουν καταγραφεί.
«Η κλιματική αλλαγή λειτουργεί με διάφορους τρόπους. Από τη μία, οι υψηλότερες θερμοκρασίες αλλάζουν τα φυσικά χαρακτηριστικά του θαλάσσιου περιβάλλοντος: τα θερμότερα νερά στην επιφάνεια της θάλασσας επηρεάζουν την κυκλοφορία του νερού σε μεγαλύτερα βάθη και διαταράσσουν τα πολύπλοκα τροφικά πλέγματα, ενώ οι μεταβαλλόμενες καιρικές συνθήκες προκαλούν καταιγίδες μεγαλύτερης συχνότητας και έντασης που πλήττουν τους παράκτιους οικοτόπους και την αλιεία. Η χημική σύσταση της θάλασσας αλλάζει µε πρωτοφανείς ρυθμούς καθώς αυτή απορροφά περισσότερο CO2 από την ατμόσφαιρα, δημιουργώντας ένα πιο όξινο περιβάλλον. Πολλοί οργανισμοί, από τα κοράλλια έως τα νεαρά ψάρια, δυσκολεύονται να προσαρμοστούν. Οι θερμότερες θάλασσες συγκρατούν επίσης λιγότερο οξυγόνο, κάτι που προκαλεί μεταβολές στα οικοσυστήματα και τους πληθυσμούς των ειδών» σημειώνεται χαρακτηριστικά.
Η αλιεία αποτελεί βασικό κομμάτι της ελληνικής οικονομίας και κουλτούρας. Περίπου 24.000 ψαράδες ζουν από την αλιεία, εκ των οποίων το 96,4% είναι μικροί παράκτιοι αλιείς. Όμως, το 93% των ιχθυαποθεμάτων της Μεσογείου, είναι υπεραλιευμένα, δηλαδή ψαρεύονται με ρυθμό μεγαλύτερο απ’ ότι αναπαράγονται. Αυτό αποτελεί μια μεγάλη απειλή τόσο για το θαλάσσιο οικοσύστημα, όσο και για την οικονομία και την παράδοσή μας.
Tα στατιστικά είναι ιδιαίτερα ανησυχητικά για ψάρια όπως ο τόνος και ο ξιφίας καθώς το 83% των αλιευμάτων είναι υπομεγέθη, δηλαδή κάτω από το επιτρεπόμενο μέγεθος. Αυτό σημαίνει ότι ψαρεύονται πριν μπορέσουν να αφήσουν απογόνους.
Η υπεραλίευση δεν αφορά μόνο την ποσότητα ή το μέγεθος των ψαριών που ψαρεύουμε, αλλά και τον τρόπο. Ορισμένες αλιευτικές πρακτικές είναι ιδιαίτερα καταστροφικές για το θαλάσσιο περιβάλλον, ενώ επίσης δημιουργούν πρόβλημα στους πληθυσμούς άλλων θαλάσσιων ειδών, όπως τα θαλάσσια θηλαστικά.
Σύμφωνα με τα όσα αναφέρει η μελέτη και καθώς ο πλανήτης θερμαίνεται, η στάθμη της θάλασσας ανεβαίνει λόγω των παγετώνων, των παγοκαλυμμάτων και των στρωμάτων πάγου που λιώνουν. Μεταξύ του 1901 και του 2010, η παγκόσμια θαλάσσια στάθμη ανέβηκε κατά μέσο όρο 3,1 mm στο πρόσφατο παρελθόν – στο μέλλον αναμένεται περαιτέρω άνοδος με ρυθμό που μπορεί να αλλάξει ακόμη πιο γρήγορα. Τα θερμότερα νερά διαστέλλονται, ανεβάζοντας κι άλλο τη στάθμη της θάλασσας. Οι επιπτώσεις είναι ήδη εμφανείς: πλημμύρες και απώλεια παράκτιων περιοχών, εκτεταμένη διάβρωση και εισροή θαλασσινού νερού. Στον Δυτικό Ειρηνικό, η στάθμη έχει ανέβει τρεις φορές ταχύτερα από τον παγκόσμιο μέσο όρο, με πολύ σοβαρές συνέπειες για τους κατοίκους.
Τα θαλάσσια ρεύματα επηρεάζουν το κλίμα και το κλίμα επηρεάζει τα θαλάσσια ρεύματα. Τα συστήματα ανέμων που κατευθύνουν τα θαλάσσια ρεύματα δείχνουν να αλλάζουν και να εντείνονται, με διαφορετικό όμως ρυθμό ανά τον κόσμο. Κάποια ρεύματα θερμαίνονται γρήγορα, προκαλώντας αισθητές αλλαγές και στα δύο ημισφαίρια. «Φαίνεται ότι η υπερθέρμανση μειώνει την ικανότητα της θάλασσας να απορροφά CO2, ενώ προκαλεί συχνότερες και σφοδρότερες καταιγίδες» επισημαίνεται μεταξύ άλλων στην έκθεση.