Η απόφαση της κυβέρνησης να μην επιτρέψει την είσοδο της ηλεκτρικής διασύνδεσης Κρήτης – Αττικής στο Projects of Common Interest (PCI) της Ευρωπαϊκής Ένωσης παραχωρώντας το έργο, που αρχικά είχε παραχωρηθεί στην κυπριακή Euroasia Interconnector, στην «Αριάδνη Interconnection» φαίνεται ότι δρομολογεί ένα μπαράζ αλυσιδωτών αντιδράσεων που δημιουργούν προσωρινό αδιέξοδο.
H θυγατρική του ΑΔΜΗΕ θα αναλάβει να υλοποιήσει το έργο ως εθνικό χωρίς, δηλαδή, τα κονδύλια του κοινοτικού προϋπολογισμού. Οι λόγοι που οδήγησαν την κυβέρνηση στην απόφαση να παραχωρήσει το έργο στην «Αριάδνη», σύμφωνα με τον υπουργό Ενέργειας και Περιβάλλοντος, Κωστή Χατζηδάκη, ήταν καθαρά η ανάγκη να προχωρήσει άμεσα η ενεργειακή διασύνδεση Κρήτης – Αττικής και να εξασφαλιστεί η ενεργειακή ασφάλεια του νησιού.
«Οι μονάδες ηλεκτροπαραγωγής που λειτουργούν με ακριβό πετρέλαιο καλύπτουν οριακά τη ζήτηση και το καλοκαίρι νοικιάζουμε γεννήτριες για να αποτραπεί ο κίνδυνος διακοπών ρεύματος. Οι μονάδες αυτές άλλωστε προβλέπεται να κλείσουν στο τέλος του 2022, καθώς οι ρύποι που εκπέμπουν βρίσκονται εκτός των ορίων που θέτει η Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία στρέφεται στην πράσινη ενέργεια», σημείωσε ο Κ. Χατζηδάκης και εξήγησε: «Αντιλαμβάνεστε επομένως ότι δεν μπορούσαμε να διακινδυνεύσουμε οποιαδήποτε καθυστέρηση σε ένα τόσο σημαντικό έργο».
Η απόφαση αυτή, αν και απόλυτα λογική, έφερε στο προσκήνιο το ζήτημα της διαλειτουργικότητας καθώς οι τεχνικές προδιαγραφές του εθνικού έργου, όπως αυτές αποφασίστηκαν από ΑΔΜΗΕ και ΡΑΕ, διαφέρουν από αυτές του υπόλοιπου έργου που έχει ενταχθεί στο PCI και αφορά τη διασύνδεση Ισραήλ – Κύπρου – Κρήτης. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, η Κύπρος να παραμένει η μοναδική χώρα της Ε.Ε. που βρίσκεται σε ενεργειακή απομόνωση και με τον κίνδυνο ενεργειακής εξάρτησης από την Τουρκία, μετά και τη διασύνδεση Τουρκίας – Κατεχόμενων.
Το πρόβλημα για την «Αριάδνη» ξεκινά από το γεγονός ότι ο ΑΔΜΗΕ, προκειμένου να μην προχωρήσει στη λήψη δανείου για τη χρηματοδότηση του έργου, επιδιώκει να παραχωρήσει το μειοψηφικό ποσοστό της εταιρείας σε τρίτους. Το βέβαιο είναι ότι το ποσοστό πώλησης θα είναι χαμηλότερο του 50% ώστε να διατηρεί την πλειοψηφία ενώ, σύμφωνα με τις πρώτες εκτιμήσεις, θα κινηθεί ακόμη πιο χαμηλά. Εξίσου δεδομένο θα πρέπει να θεωρείται ότι θα υπάρξει επενδυτικό ενδιαφέρον, τόσο από την Ελλάδα όσο και από ξένες εταιρείες που δραστηριοποιούνται στη χώρα μας, στο προσεχές διάστημα για την εξαγορά του μειοψηφικού ποσοστού.
Η απόφαση, όμως, αυτή έρχεται σε ρήξη με τον ευρωπαϊκό κανονισμό που προβλέπει ότι η θυγατρική του πιστοποιημένου Διαχειριστή έχει τη δυνατότητα να πραγματοποιεί έργα που αφορούν το δίκτυο μεταφοράς αλλά όχι αν στο μετοχικό της κεφάλαιο συμμετέχουν και τρίτοι. Κατά συνέπεια, και με δεδομένο ότι στο μετοχικό κεφάλαιο αναμένεται να υπάρξει συμμετοχή τρίτων επενδυτών, στη διαδικασία αναμένεται να υπάρξουν μεγάλες καθυστερήσεις. Κι αυτό γιατί θα πρέπει είτε να πιστοποιηθεί η νέα σύνδεση της Αριάδνης από την αρχή, είτε να αναλάβει η ΡΑΕ τον διαγωνισμό για την είσοδο επενδυτών. Συνεπώς το βασικό αίτιο που οδήγησε στην πραγματοποίηση του έργου ως εθνικού – και άρα της μη χρηματοδότησής του από τα ευρωπαϊκά κεφάλαια – παύει επί της ουσίας να υφίσταται.