Αναπάντητο φαίνεται να παραμένει, προς το παρόν, το ερώτημα αναφορικά με τις εθελούσιες αποχωρήσεις από τη ΔΕΗ, μετά και τις σχετικές εξαγγελίες του υπουργού Ενέργειας και Περιβάλλοντος, Κωστή Χατζηδάκη. Με δεδομένο ότι το κόστος για τις εθελούσιες αποχωρήσεις θα αναλάβει μόνη η ΔΕΗ και θα το καλύψει από τη διαφορά που θα προκύψει στο κόστος της μισθοδοσίας, τα βλέμματα στρέφονται γύρω από τη θελκτικότητα του πακέτου αποχώρησης για τους εργαζόμενους.
Ενδεχόμενη αποχώρηση ενός εργαζομένου από την επιχείρηση σήμερα, μεταφράζεται σε αποζημίωση ύψους 15.000 ευρώ. Αυτό σημαίνει ότι, αν επιθυμεί η διοίκηση του υπουργείου να φέρει πρόγραμμα εθελούσιας, θα πρέπει να αυξήσει το ποσό που χορηγείται προκειμένου να φέρει αποτελέσματα και η πρακτική της. Το πλέον χαρακτηριστικότερο παράδειγμα είναι η αντίστοιχη προσπάθεια που δρομολογήθηκε το 2018 για την αποχώρηση 200 περίπου εργαζομένων. Το κίνητρο της εθελούσιας ήταν 5.000 ευρώ, με αποτέλεσμα το ποσό να φτάνει τις 20.000 ευρώ / εργαζόμενο και το κόστος για την επιχείρηση να προσεγγίζει περί τις 400.000 ευρώ.
Το δεύτερο ερώτημα που προκύπτει για τις εθελούσιες αποχωρήσεις είναι ο αριθμός των εργαζομένων αλλά και οι τομείς εργασίας τους. Ο όμιλος της ΔΕΗ απασχολεί πάνω από 15.000 προσωπικό, με τα 2/3 της επιχείρησης να εργάζονται στη μητρική και το εναπομείναν 1/3 κυρίως στον ΔΕΔΔΗΕ. Το business plan που είχε καταρτίσει η McKinsey προέβλεπε αποχώρηση ή συνταξιοδότηση περισσότερων από 4.000 εργαζομένων της επιχείρησης.
Με αυτό ως δεδομένο, στο τραπέζι βρίσκεται πλέον και το ζήτημα του κλεισίματος των λιγνιτικών μονάδων, έως το 2028, στο πλαίσιο της απολιγνιτοποίησης για το οποίο έχει δεσμευτεί η κυβέρνηση και άρα ο αριθμός αναμένεται να αυξηθεί σημαντικά. Σε κάθε περίπτωση, ο υπουργός Ενέργειας και Περιβάλλοντος έχει ξεκαθαρίσει ότι οι εθελούσιες αποχωρήσεις θα γίνονται σταδιακά ενώ η απόσβεση του κόστους τους θα γίνει εντός των επόμενων δύο – τριών χρόνων. Σημειώνεται ότι στην εξίσωση θα πρέπει να τεθεί και ο παράγοντας της κάλυψης των ασφαλιστικών εισφορών για όσους έχουν ηλικία που ξεπερνά τα 55 έτη.