Δασικά αυθαίρετα εντός οικιστικών πυκνώσεων σε αναδασωτέες εκτάσεις πρόκειται να κατεδαφιστούν, αφού με απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας ανοίγει ο δρόμος και για άλλες παρόμοιες υποθέσεις να έχουν την ίδια κατάληξη.
Πρόκειται για ιδιοκτήτη κατοικίας στο Καπανδρίτη, του οποίου απορρίφθηκε η σχετική αίτηση ανάκλησης στην επιχείρηση… μπουλντόζα. Έπειτα από την αντισυνταγματικότητα του νόμου Τσιρώνη και αντίστοιχων περιπτώσεων όπως η συγκεκριμένη, η νέα ηγεσία του υπουργείου Περιβάλλοντος καλείται να κερδίσει ένα δύσκολο στοίχημα την ώρα που βρίσκεται σε εξέλιξη η ανάρτηση και η κύρωση των δασικών χαρτών. Η προηγούμενη κυβέρνηση, «φρόντισε» να αφήσει στο παρά πέντε των εκλογών ένα σχέδιο νόμου που επιχειρούσε να συμμορφωθεί με όσα αποφάσισε η Ολομέλεια του ανωτάτου δικαστηρίου, ωστόσο οι διατάξεις του αφορούσαν μεταξύ άλλων την διατήρηση τέτοιων κτισμάτων για 25 χρόνια έναντι προστίμων.
Όπως έχει κάνει γνωστό το ΥΠΕΝ, η νομοπαρασκευαστική επιτροπή που έχει συσταθεί θα πάρει όσο χρόνο χρειάζεται προκειμένου η ρύθμιση που θα καταθέσει να εναρμονίζεται με τις αποφάσεις του ΣτΕ αλλά και να σέβεται την περιβαλλοντική νομοθεσία. Παρόλα αυτά, το γεγονός πως στην Ελλάδα βρίσκονται περί τα εκατομμύρια αυθαίρετα, πολλά από αυτά σε περιοχές που καλύπτονται από τη δασική νομοθεσία, αποδεικνύει τη δυσκολία της κατάστασης.
Η νέα απόφαση του ΣτΕ (1725/2019), που εκδικάστηκε με πρόεδρο Ι. Μαντζουράνη και εισηγητή τον Χρ. Παπανικολάου, με θέμα «νόμιμη απόρριψη αίτησης για ανάκληση κατεδάφισης αυθαιρέτου εντός οικιστικής πύκνωσης σε αναδασωτέα περιοχή», έκανε παραδεκτή άρνηση της Διοίκησης να ανακαλέσει απόφαση κατεδάφισης, για κατασκευές αυθαίρετων κτισμάτων, για το οποίο είχε κινηθεί η διαδικασία κατεδάφισης από το Δασαρχείο Καπανδριτίου ήδη από το 1999 υπογραμμίζοντας ότι «οι επίδικες κατασκευές ανεγέρθηκαν εντός αναδασωτέας περιοχής χωρίς την απαιτούμενη, κατά τη δασική νομοθεσία άδεια, και, ως εκ τούτου, δεν δύναται να θεωρηθεί ότι δημιουργήθηκε πραγματική και νομική κατάσταση δεκτική προστασίας, η οποία θα επέβαλε τη διατήρηση της παράνομης επέμβασης στο δασικό οικοσύστημα». Η νέα απόφαση του ΣτΕ μνημονεύει επίσης την απόφασης της Ολομέλειας του ανώτατου ακυρωτικού δικαστηρίου (ΣτΕ 685/2019), που έκρινε αντισυνταγματική την εξαίρεση των οικιστικών πυκνώσεων από τους δασικούς χάρτες και υπογραμμίζει ότι «υπό τα ανωτέρω δεδομένα, η άρνηση της Διοίκησης να ανακαλέσει την ως άνω απόφαση κατεδάφισης παρίσταται νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη».
Το χρονικό
Τι έχει συμβεί όμως; Η ολομέλεια είχε κρίνει πως ο νόμος Τσιρώνη, δηλαδή οι οικιστικές πυκνώσεις, είναι αντισυνταγματικός. Η προηγούμενη ηγεσία του υπουργείου Περιβάλλοντος, είχε εξαιρέσει προσωρινά από την ανάρτηση των δασικών χαρτών τις οικιστικές πυκνώσεις (σύνολο κτιρίων εντός δασών που υπολογίζονται γύρω στις 700.000) και είχαν υποδείξει σχεδόν στο σύνολο τους οι δήμοι (εκτός από 24 ΟΤΑ), για να συμπεριληφθούν σε δεύτερο χρόνο στην ανάρτηση. Στο ενδιάμεσο διάστημα το ΥΠΕΝ, ετοίμασε και παρουσίασε το νέο νόμο για τα δασικά αυθαίρετα, με τον οποίο προβλεπόταν μεταξύ άλλων, η διατήρηση κτισμάτων έως και 25 χρόνια. Ωστόσο, με απόφαση – καταπέλτη του ΣτΕ που βάζει φρένο στους καταπατητές, αναφέροντας χαρακτηριστικά πως οι αυθαιρετούχοι δεν πρέπει να επιβραβεύονται, το υπουργείο έμεινε μετέωρο.
Σύμφωνα με το σκεπτικό των δικαστών, οι εν λόγω συγκεντρώσεις κτιρίων δεν εμπίπτουν ούτε σε πολεοδομημένες περιοχές ή νομίμως υφισταμένους οικισμούς, ούτε σε περιοχές υπό έγκριση σχεδίων ή υπό οριοθέτηση οικισμών, ενώ παράλληλα δεν προβλέπεται άλλη διαδικασία που θα διασφάλιζε ότι οι εκτάσεις αυτές θα συμπεριληφθούν στους οριστικούς δασικούς χάρτες. Καταλήγοντας, σημείωναν ότι η εξαίρεση των οικιστικών πυκνώσεων από τους δασικούς χάρτες δεν εξυπηρετεί ούτε υπαγορεύεται από κάποιο σκοπό δημοσίου συμφέροντος, τουναντίον είναι απρόσφορη για την επιτάχυνση της κύρωσης των δασικών χαρτών ή για την ενημέρωση της Διοίκησης.
Μάλιστα, στην απόφαση του δικαστηρίου περιλαμβάνεται και η σκέψη ότι το πρόβλημα των οικιστικών πυκνώσεων δεν μπορεί να λυθεί με την επιβράβευση της αυθαίρετης δόμησης εντός δασών, «αντιθέτως δε προϋποθέτει την έγκυρη καταγραφή των δασών και των δασικών εκτάσεων στον αναρτώμενο δασικό χάρτη και κατ’επέκταση στο δασολόγιο, την οποία, όμως, ματαιώνουν επ’αόριστον οι επίμαχες διατάξεις. Πράγματι, ενώ ο νομοθέτης προβλέπει ειδική διαδικασία για την προσθήκη στο δασικό χάρτη και, εν τέλει, στο δασολόγιο, των δασικών εκτάσεων των κίτρινων περιγραμμάτων, όσων, δηλαδή, περιλαμβάνονται ακόμη και σε περιοχές για τις οποίες έχουν εκδοθεί διοικητικές πράξεις που, ενδεχομένως, ενθάρρυναν την πεποίθηση των πολιτών ότι αυτές δεν είναι δασικές (μη νόμιμες ή ασαφείς οριοθετήσεις οικισμών, ημιτελείς πολεοδομήσεις κ.λπ.), ο ίδιος νομοθέτης εμφανίζεται, ταυτοχρόνως, να εξαιρεί, και από την ανάρτηση ακόμη των δασικών χαρτών, εκτάσεις, ορισμένες από τις οποίες δομήθηκαν όλως αυθαιρέτως, χωρίς καμία ένδειξη νομιμοφάνειας και κατά προφανή παράβαση των κανόνων του κράτους δικαίου».
Υπενθυμίζεται ότι στο ΣτΕ είχε προσφύγει το WWF και το ΓΕΩΤΕΕ, τα οποία ζητούσαν ακύρωση της επίμαχης υπουργικής απόφασης ως αντισυνταγματικής και παράνομης.