Πηγή Εικόνας: ΑΠΕ-ΜΠΕ

Περισσότερα από δύο στα τρία ιδιωτικά σκάφη (το 71%) που βρίσκονται σε μαρίνες διαφόρων χωρών της Μεσογείου, μεταξύ των οποίων της Ελλάδας και της Κύπρου, φιλοξενούν πάνω τους ξενικά θαλάσσια είδη, σύμφωνα με μια ευρωπαϊκή επιστημονική έρευνα, με ελληνική συμμετοχή, την πρώτη του είδους της. Πάνω από τα μισά σκάφη μεταφέρουν ξενικά είδη που δεν υπάρχουν ως γηγενή στις αντίστοιχες μαρίνες.

Η Μεσόγειος διαθέτει μεγάλη βιοποικιλότητα (έχει αναλογικά τον μεγαλύτερο αριθμό θαλάσσιων ειδών διεθνώς σε σχέση με το μέγεθος της), αλλά αποτελεί επίσης «μαγνήτη» για διάφορα ξενικά είδη, που μπορεί να αποδειχθούν απειλητικά για τα ντόπια οικοσυστήματα, καθώς και τις θαλασσοκαλλιέργειες, προκαλώντας τόσο περιβαλλοντική όσο και οικονομική ζημιά. Οι ερευνητές, με επικεφαλής την Αϊλίν Ούλμαν του ιταλικού Πανεπιστημίου της Παβίας, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό εφαρμοσμένης οικολογίας «Journal of Applied Ecology», μελέτησαν τα ύφαλα 601 σκαφών σε 25 μεσογειακές μαρίνες από τη Γαλλία μέχρι την Κύπρο (τα δείγματα ελήφθησαν είτε μέσω κατάδυσης, είτε όταν τα σκάφη είχαν ανασυρθεί στην ξηρά).

Παράλληλα, αναλύθηκε -με τη βοήθεια των ιδιοκτητών και των πληρωμάτων- το ιστορικό του ταξιδιού κάθε σκάφους, σύμφωνα με το ΑΠΕ-ΜΠΕ. Στην Ελλάδα έγιναν έρευνες σε μαρίνες στην Κρήτη και στα Δωδεκάνησα. Μεταξύ των ερευνητών ήταν ο Χρήστος Αρβανιτίδης, διευθυντής ερευνών και επικεφαλής στο Εργαστήριο Βιοποικιλότητας του Ινστιτούτου Θαλάσσιας Βιολογίας του Ελληνικού Κέντρου Θαλασσίων Ερευνών (ΕΛΚΕΘΕ) στην Κρήτη.

Διαπιστώθηκε ότι το καλοκαίρι κατά μέσο όρο ένα γιοτ, ιστιοπλοϊκό ή άλλο ιδιωτικό σκάφος στη Μεσόγειο έχει περάσει πάνω από δύο μήνες ταξιδεύοντας και έχει κάνει στάσεις σε τουλάχιστον έξι μαρίνες. Τουλάχιστον ένα ξενικό είδος βρέθηκε στο 71% των σκαφών που εξετάσθηκαν, κυρίως στις προπέλες και στις σκάλες του σκάφους. Ακόμη και όταν ένα σκάφος είχε καθαριστεί από επαγγελματίες, τα ξενικά είδη γρήγορα δημιουργούσαν νέες αποικίες πάνω του. Τέτοια ξενικά είδη είναι μαλάκια, καρκινοειδή, σκουλήκια, χιτωνοφόρα (ουροχορδωτά), βρυόζωα κ.α.