Στροφή της ΔΕΗ στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.
Στροφή της ΔΕΗ στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.

Με επιτυχία ολοκλήρωσε την πρώτη πρόκληση που κλήθηκε να αντιμετωπίσει η νέα διοίκηση της ΔΕΗ υπό την προεδρία του Γ. Στάσση, και η οποία αφορούσε την έκθεση του ορκωτού ελεγκτή Ernst & Young. Η αναφορά περί «ουσιώδους αβεβαιότητας» αναφορικά με τη βιωσιμότητα της επιχείρησης, που είχε καταγραφεί στην αντίστοιχη έκθεση του β’ εξαμήνου του 2018, αποτελεί παρελθόν.

Σε κάθε περίπτωση, οι ορκωτοί ελεγκτές φάνηκε να αφήνουν ένα μικρό παράθυρο ανοιχτό αναφορικά με την έκθεσή τους καθώς, σε εκτενή αναφορά τους, σημειώνουν πως πρόκειται για επισκόπηση των οικονομικών στοιχείων της εταιρείας και όχι έλεγχο, με αποτέλεσμα να υπάρχει περιορισμένη δυνατότητα να αντιληφθούν τυχόν προβλήματα που θα είχαν αποκαλυφθεί αν υπήρχε μία πιο εκτενής μελέτη των δεδομένων.

Πιο συγκεκριμένα, στη σχετική αναφορά επισημαίνεται πως «η επισκόπηση έχει ουσιωδώς μικρότερο εύρος από τον έλεγχο, ο οποίος διενεργείται σύμφωνα με τα Διεθνή Πρότυπα Ελέγχου που έχουν ενσωματωθεί στην Ελληνική Νομοθεσία» ενώ συμπληρώνεται ότι «δεν μας δίνει τη δυνατότητα να αποκτήσουμε τη διασφάλιση ότι έχουν περιέλθει στην αντίληψή μας όλα τα σημαντικά θέματα που θα μπορούσαν να εντοπιστούν σε έναν έλεγχο. Κατά συνέπεια δεν εκφράζουμε γνώμη ελέγχου».

ΤΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ…

Σε ό,τι αφορά τα οικονομικά δεδομένα που παρουσιάζουν οι ελεγκτές, οι ζημιές που εμφάνισε η επιχείρηση για το α’ εξάμηνο του 2019 έφτασαν τα 274,8 εκατ. ευρώ σημειώνοντας, δηλαδή, μείωση 48,5% από το αντίστοιχο πρώτο εξάμηνο του προηγούμενου έτους, όπου και άγγιζαν τα 533,9 εκατ. Την ίδια ώρα, ο τζίρος παρουσιάζει αύξηση 4,3% και οι λειτουργικές δαπάνες 24,4% με τα EBITDA να φτάνουν τα 108,6 εκατ. ευρώ, σημειώνοντας άνοδο που αγγίζει το 18,4%. Τα κέρδη προ τόκων, φόρων και αποσβέσεων ενισχύονται από την επιστροφή 99,3 εκατ. ευρώ έναντι του πλεονάσματος του ΕΛΑΠΕ ενώ, χωρίς την επιστροφή, το EBITDA είναι 9,3 εκατ. ευρώ.

Από εκεί και πέρα, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά η ανακοίνωση της εταιρείας, η επιδείνωση του EBITDA οφείλεται στους εξής παράγοντες:

– υψηλότερη δαπάνη για αγορές ενέργειας (κατά 275,3 εκατ. ευρώ) η οποία οφείλεται κυρίως στην αυξημένη Οριακή Τιμή Συστήματος, στο μεγαλύτερο όγκο αγορών ενέργειας, καθώς και στις δημοπρασίες ΝΟΜΕ

– μεγαλύτερη δαπάνη για αγορά δικαιωμάτων εκπομπών CO2 (κατά € 122 εκατ.) λόγω του υπερδιπλασιασμού της τιμής τους

– αυξημένη δαπάνη για φυσικό αέριο (κατά € 80,9 εκατ.) λόγω μεγαλύτερων ποσοτήτων αλλά και αύξησης της τιμής και

– αυξημένη δαπάνη για υγρά καύσιμα (κατά € 30,3 εκατ.) λόγω υψηλότερων τιμών μαζούτ και diesel

Αντίθετα, θετικά επέδρασαν η ανάκτηση μέρους της αυξημένης δαπάνης για αγορά δικαιωμάτων εκπομπών CO2 μέσω της σχετικής ρήτρας σε πελάτες Μέσης και Υψηλής Τάσης, καθώς και η μείωση από 15% σε 10% της παρεχόμενης έκπτωσης συνέπειας προς τους πελάτες που εξοφλούν έγκαιρα τους λογαριασμούς τους.

…ΚΑΙ Η ΕΠΟΜΕΝΗ ΗΜΕΡΑ

Ικανοποίηση επικρατεί στις τάξεις της διοίκησης της ΔΕΗ μετά και την επιβεβαίωση των πληροφοριών που ήθελαν τον ορκωτό λογιστή να μην θέτει ζήτημα βιωσιμότητας της επιχείρησης. Ο στόχος για τη μεγαλύτερη δημόσια ελληνική επιχείρηση, όπως σαφώς έχει οριστεί από τον κ. Χατζηδάκη, ήδη από την τελετή παραλαβής – παράδοσης του υπουργείου Ενέργειας και Περιβάλλοντος, είναι η διάσωση και εν συνεχεία η αποκρατικοποίησή της.

Προς αυτή την κατεύθυνση, τα βλέμματα όλων σε ΥΠΕΝ και ΔΕΗ είναι στραμμένα προς την επόμενη ημέρα και τις αποφάσεις που θα πρέπει να ληφθούν για τη σταδιακή υλοποίηση του στόχου. Τα επόμενα βήματα δεν θα είναι τόσο επώδυνα καθώς δεν θα περιλαμβάνουν περαιτέρω επιβαρύνσεις για το καταναλωτικό κοινό αλλά θα κινούνται με γνώμονα τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις στην αγορά ενέργειας. Το άνοιγμα της επιχείρησης στις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ) αλλά και η κατάρτιση ενός business plan για την απολιγνιτοποίηση αποτελούν άμεσες προτεραιότητες της διοίκησής της που αναμένεται να τεθούν επί τάπητος στο αμέσως επόμενο διάστημα.

Στο επίκεντρο των εξελίξεων αναμένεται να βρεθεί εντός του επόμενου μήνα και η νομοθετική παρέμβαση της κυβέρνησης προκειμένου να επιτευχθεί αλλαγή στις διαδικασίες του δημοσίου που αποθαρρύνουν την επιχείρηση από τον δίκαιο ανταγωνισμό. Τέλος, θα προχωρήσει και η μερική ιδιωτικοποίηση του ΔΕΔΔΗΕ, για την οποία αναμένεται να ληφθούν αποφάσεις στο επόμενο διάστημα.