Του Γιάννη Πούπκου
Τα τελευταία δέκα χρόνια διαμορφώθηκε στην Ελλάδα μια ολόκληρη γενιά εργαζομένων, βασισμένη στο τρίπτυχο «μισή δουλειά – μισός μισθός – ελάχιστη σύνταξη».
Η κατάσταση αυτή είναι αδιέξοδη. Σίγουρα δεν μας οδηγεί στην πολυπόθητη ανάπτυξη.
Πρωταρχικός στόχος της ανάπτυξης είναι να αφήσουμε στις νεότερες γενιές ένα κόσμο καλύτερο από αυτόν που εμείς παραλάβαμε, καθώς και τα μέσα και την προοπτική να τον βελτιώσουν ακόμα περισσότερο.
Το να ευημερούν οι αριθμοί μικρή αξία έχει, εάν δεν ευημερούν και οι άνθρωποι.
Απαραίτητη προϋπόθεση για να ξεκινήσει η ανάπτυξη στην Ελλάδα, είναι η απεμπλοκή της από τον στόχο των υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων που:
Πρέπει λοιπόν να υπάρξει δημοσιονομικός χώρος, να «αναπνεύσει» η χώρα για να υπάρξει ώθηση των δημοσίων επενδύσεων, μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης των νοικοκυριών και αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος (μέσω αύξησης των μισθών, μείωσης της φορολογίας εισοδήματος κλπ). Θα μπορούσε έτσι να δοθεί απάντηση στην επενδυτική αδράνεια μέσω της αύξησης της ζήτησης και της σταθεροποίησης του χρηματοπιστωτικού περιβάλλοντος που θα προκαλούσε μία σειρά μέτρων προς αυτή την κατεύθυνση (βλ. Ετήσια Έκθεση για την ελληνική οικονομία ΙΝΕ/ΓΣΕΕ 2019).
Ενισχύοντας την καταναλωτική ζήτηση, τις εισροές ρευστότητας και τις προσδοκίες κερδοφορίας των επιχειρήσεων, η αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών μπορεί παράλληλα να αποτελέσει μοχλό ενεργοποίησης των ιδιωτικών επενδύσεων.
Το βασικό όμως ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί είναι το «Τι είδους ανάπτυξη» χρειάζεται η χώρα; Τι είδους ανταγωνιστικότητα και επενδύσεις θέλουμε;
Για να χτίσει σε ισχυρά θεμέλια το μέλλον, η χώρα χρειάζεται επενδύσεις ποιότητας, καινοτομίας και τεχνολογικής αιχμής.Επενδύσεις που να ξαναχτίζουν τον παραγωγικό της ιστό πάνω σε σύγχρονες βάσεις. Επενδύσεις που να ενισχύουν τόσο την εξωστρέφεια, με την αύξηση των εθνικών μεριδίων παραγωγής στην παγκόσμια αγορά, όσο και την ανάπτυξη δραστηριοτήτων κάλυψης της εγχώριας ζήτησης με υποκατάσταση εισαγωγών (με την ύπαρξη βέβαια συγκεκριμένων κινήτρων και κατάλληλων θεσμών).
Χρειάζονται, επομένως,
Τα παραπάνω απαιτούν στροφή της επιχειρηματικότητας στη σύγχρονη ποιοτική ανταγωνιστικότητα, που βασίζεται στην καινοτομία, στην προηγμένη τεχνολογία, στην εξειδίκευση του ανθρώπινου δυναμικού.
Τα εργασιακά δικαιώματα και οι ισχυροί εργασιακοί θεσμοί δεν αποτελούν εμπόδιο σε μια τέτοια πορεία.
Τα πραγματικά εμπόδια είναι η αδιαφάνεια, η γραφειοκρατία, η διαφθορά, το φορολογικό σύστημα, η πολυπλοκότητα των νόμων, η απαράδεκτη καθυστέρηση στην απονομή δικαιοσύνης. Αυτά είναι που πρέπει να χτυπηθούν!
Κακώς επιβλήθηκε η απορύθμιση των εργασιακών σχέσεων στη χώρα μας, που δεν έφερε ανάπτυξη, ούτε ποιοτικές επενδύσεις.
Πρόσφατες εμπειρικές εκτιμήσεις επιβεβαιώνουν την θέση του συνδικαλιστικού κινήματος, ότι οι πολιτικές των «προγραμμάτων προσαρμογής» δεν ενεργοποίησαν διαρθρωτικούς και τεχνολογικούς μετασχηματισμούς που θα συνέβαλαν στην ουσιαστική αναβάθμιση του παραγωγικού μοντέλου της χώρας.
Αντίθετα, η εμμονή στη συμπίεση του μισθολογικού κόστους και στην απορύθμιση της αγοράς εργασίας ευνόησε την ανάπτυξη δραστηριοτήτων χαμηλού τεχνολογικού επιπέδου και έντασης γνώσης.
Απαιτείται, κατά συνέπεια, ριζική αλλαγή πολιτικής.
α) Να ενισχυθούν οι θεσμοί που προστατεύουν την εργασία.
β) Να ενισχυθεί ο κοινωνικός διάλογος σε όλα τα επίπεδα και κυρίως στο κλαδικό, καθώς στην ψηφιακή εποχή οι διεπιχειρησιακές διασυνδέσεις οδηγούν σε ρευστοποίηση των επιχειρησιακών ορίων (τα όρια της επιχείρησης διαχέονται, με εξωτερίκευση δραστηριοτήτων και σύνθετες δικτυώσεις εγχώριες και διεθνείς).
Τυχόν υπερίσχυση των επιχειρησιακών συμβάσεων εργασίας έναντι των υπολοίπων, την οποία επιδιώκουν συντηρητικοί κύκλοι στη χώρα μας και στην ΕΕ, θα οδηγήσει σε απορύθμισηδικαιωμάτων για την πλειοψηφία των εργαζόμενων.
Με τις κλαδικές ΣΣΕ προάγεται ο υγιής ανταγωνισμός, πάνω σε ποιοτικές και καινοτόμες βάσεις.
Μόνο έτσι ο σωστός επιχειρηματίας δεν θα υφίσταται αθέμιτο ανταγωνισμό ούτε από όσους φοροδιαφεύγουν ούτε από όσους υποβαθμίζουν την εργασία σε βάρος της κοινωνίας και της προόδου.
γ) Να διασφαλιστεί μια ισχυρή Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας με συμφωνία των κοινωνικών εταίρων. Με πλήρη αποκατάσταση της διαδικασίας που ίσχυε. Ο ισχύον μηχανισμόςκαθι
Η υιοθέτηση του παραπάνω πλαισίου για την Ανάπτυξη, τις Επενδύσεις και τους Εργασιακούς Θεσμούς πιστεύω ότι ανοίγει το δρόμο για να αποκτήσει η χώρα αναπτυξιακή, βιώσιμη δυναμική, με συνεχή βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των πολιτών και ουσιαστική αύξηση της αξιοπρεπούς απασχόλησης.
Αυτή είναι, πιστεύω, η Ανάπτυξη που πρέπει να επιδιώξουμε.
Σε αυτή τη βάση, απαιτείται πρώτιστα πολιτική βούληση για να γίνουν πράξη οι αναγκαίες, βαθιές προοδευτικές τομές σε βασικές δομές της χώρας όπως στο κράτος, στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, στην επιχειρηματικότητα και κυρίως στην παιδεία και στην κουλτούρα μας.
Μέσα από ευρύτατο κοινωνικό διάλογο, χρειάζεται:
Κάτι που προϋποθέτει την ενισχυμένη παρουσία και παρέμβαση των συνδικάτων καθώς και όλων των προοδευτικών συλλογικοτήτων τόσο στην εγχώρια, όσο και στη διεθνή σκηνή.
Έτσι θα διασφαλίσουμε μια ισορροπημένη,δίκαιη μετάβαση στη νέα εποχή.
Έτσι θα διαμορφώσουμε μια συγκροτημένη διαδικασία στήριξης, κοινωνικής ενσωμάτωσης και προόδου των εργαζόμενων καθώς και των μικρών και μεσαίων στρωμάτων.
Έτσι θα χτίσουμε ένα καλύτερο αύριο για τους νέους αλλά και για όλους τους πολίτες της χώρας μας.
*O Γιάννης Πούπκος είναι οικονομολόγος και υπεύθυνος Γραμματείας Νεολαίας ΓΣΕΕ
*Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών