Ο νέος πρόεδρος και δνων σύμβουλος της ΔΕΗ Γιώργος Στάσης στη σημερινή Έκτακτη Γενική Συνέλευση τω μετόχων της ΔΕΗ, Πέμπτη 22 Αυγούστου 2019. ΑΠΕ-ΜΠΕ
Πηγή Εικόνας: ΑΠΕ-ΜΠΕ / Αλέξανδρος Μπελτές

Τον δύσκολο δρόμο της σωτηρίας της μεγαλύτερης δημόσιας ελληνικής επιχείρησης έχει επιλέξει η νέα διοίκηση της ΔΕΗ, υπό την προεδρία του Γ. Στάσση, καθώς και το υπουργείο Ενέργειας και Περιβάλλοντος που, με μία σειρά μέτρων τα οποία κοστολογούνται περί τα 500 εκατ. ευρώ, επιδιώκει να βγάλει την επιχείρηση από το οικονομικό τέλμα.

Τα μέτρα, όπως έγιναν γνωστά από χθες το μεσημέρι, αποτελούν αντικείμενο διεργασιών των τεχνικών κλιμακίων ΥΠΕΝ και ΔΕΗ όλων των τελευταίων εβδομάδων, μετά και την ανάληψη των ηνίων του υπουργείου από τον κ. Χατζηδάκη, και ελήφθησαν με γνώμονα δύο βασικούς παράγοντες: πρώτον, να μην επιβαρύνουν το καταναλωτικό κοινό, παρά και την τιμολογιακή αύξηση, και δεύτερον, να μοιράσουν ισόποσα τα όποια επιπρόσθετα βάρη ώστε να μην υπάρξει το αίσθημα της αδικίας των οικονομικά ασθενέστερων κοινωνικών στρωμάτων.

ΔΕΗ: Αύξηση 20% στην τιμή κιλοβατώρας, ρήτρα CO2 στα νοικοκυριά, μείωση εκπτώσεων για συνεπείς πελάτες και υπαλλήλους

Με άλλα λόγια, βασικός άξονας στη σκέψη των στελεχών του ΥΠΕΝ αποτελεί η ταυτόχρονη προσπάθεια διάσωσης της επιχείρησης με –όσο το δυνατόν- μεγαλύτερο καταμερισμό των βαρών και, παράλληλα, χωρίς περαιτέρω προβλήματα για τα νοικοκυριά. Σε κάθε περίπτωση, η ηγεσία του υπουργείου γνωρίζει ότι θα δεχτεί τα βέλη της αντιπολίτευσης για τη δέσμη μέτρων που ανακοινώθηκε, ακριβώς επειδή αυτή περιλαμβάνει τιμολογιακές αυξήσεις.

Η ΒΑΣΙΚΗ ΔΕΣΜΗ ΜΕΤΡΩΝ

Στις «παράπλευρες απώλειες» θα πρέπει να εντάξει κανείς τους συνεπείς πελάτες της επιχείρησης καθώς η έκπτωση συνέπειας μειώθηκε από το 10% στο 5%. Αξίζει, εν προκειμένω, να σημειωθεί ότι η προηγούμενη κυβέρνηση είχε προβεί σε ισόποση μείωση από το 15% στο 10% την 1η Απριλίου. Εξίσου προβληματική και η αύξηση στην κιλοβατώρα που διαμορφώνεται από 16,4 έως 19,4% αλλά ισοσκελίζεται πλήρως από τη μείωση του ΦΠΑ στο 6% από 13% και τις μειώσεις στον ΕΤΜΕΑΡ, που θα μειωθεί κατά 25% (από 22,67 ευρώ/μεγαβατώρα σε 17 ευρώ/μεγαβατώρα).

Από εκεί και πέρα, η ρήτρα CO2 που είχε μετακυλήσει στη Μέση Τάση τις επιβαρύνσεις για αγορά δικαιωμάτων εκπομπών ρύπων των ηλεκτροπαραγωγικών μονάδων, εισάγεται στα τιμολόγια Χαμηλής Τάσης, με την επιβάρυνση να είναι στα 15,68 ευρώ/ μεγαβατώρα. Σε σχέση πάντως με τις τιμές των δικαιωμάτων εκπομπών ρύπων δεν θα υπάρξει επιβάρυνση από το μέτρο για τους καταναλωτές της επιχείρησης. Ακόμη, τα μέτρα είναι υποστηρικτικά προς τα μηχανικά υποστηριζόμενα άτομα που λαμβάνουν επιπλέον έκπτωση 50%.

Επιβεβαιώνοντας το economix.gr, αναμένεται να υιοθετηθεί δέσμη μέτρων για τις οφειλές από τις Υπηρεσίες Κοινής Ωφέλειας του 2011 (δείτε εδώ) αλλά και να ασκηθεί ιδιαίτερη πίεση προς τους στρατηγικούς κακοπληρωτές της επιχείρησης (δείτε εδώ), με 30.000 εντολές για «κατέβασμα» στους διακόπτες να έχουν ήδη σταλεί εντός του τελευταίου διμήνου, αλλά και τιτλοποίηση των ληξιπρόθεσμων οφειλών (δείτε εδώ).

Σε κάθε περίπτωση, ο Κωστής Χατζηδάκης τηρεί στο έπακρον τη δέσμευσή του σε καταναλωτές και συνδικαλιστικά στελέχη για κατάργηση των δημοπρασιών των ΝΟΜΕ, που είχε φέρει η προηγούμενη κυβέρνηση – μέτρο το οποίο ανάγκαζε πρακτικά τη ΔΕΗ να πουλά στους ανταγωνιστές της ρεύμα κάτω του κόστους. Τέλος, θετικά ερμηνεύτηκε από την κοινή γνώμη και το «μαχαίρι» που έβαλε ο υπουργός στις προνομιακές εκπτώσεις των εργαζομένων της ΔΕΗ οι οποίες διαμορφώνονταν, μέχρι σήμερα, κατά μ.ο. γύρω στο 75%

ΟΙ ΦΟΒΟΙ

Στα τεχνικά κλιμάκια και τη διοίκηση της επιχείρησης υπάρχει μεγάλη ανησυχία αναφορικά με την έκθεση του ορκωτού ελεγκτή, Ernst & Young, που αναμένεται να δημοσιευτεί στις 24 Σεπτεμβρίου και η οποία αφορά το πρώτο εξάμηνο του 2019. Η τελευταία έκθεση, που αφορούσε το τελευταίο εξάμηνο του προηγούμενου έτους, άφηνε σαφείς αιχμές για τη βιωσιμότητα της επιχείρησης και στο επιτελείο της κυβέρνησης δεν ήθελαν επ’ ουδενί να αντικρίσουν εκ νέου αντίστοιχη αναφορά καθώς, όπως φαίνεται, θα υπονόμευε τις προσπάθειές τους για σωτηρία της επιχείρησης καθυστερώντας ακόμη περισσότερο και τα σχέδιά τους για την αποκρατικοποίησή της.

Ειδικότερα, στην τελευταία έκθεση του ορκωτού ελεγκτή υπήρχε η παρακάτω αναφορά: «Υπάρχει ουσιώδης αβεβαιότητα η οποία ενδεχομένως θα εγείρει σημαντική αμφιβολία σχετικά με τη δυνατότητα της Εταιρείας και του Ομίλου να συνεχίσουν τη δραστηριότητά τους». Αν κάτι αντίστοιχο επιβεβαιωθεί και για τη σημερινή κατάσταση της επιχείρησης, τότε ελλοχεύει ο κίνδυνος να υπάρξουν οριζόντια μέτρα που θα αφορούν, μεταξύ άλλων, στάσεις πληρωμών, χαρακτηρισμό δανείων ως «μη εξυπηρετούμενα», αθέτηση υποσχέσεων προς πιστωτές και υποβάθμιση της διαπραγματευτικής ισχύος της μετοχής – συνθήκες που θα επέφεραν μπαράζ αντιδράσεων στο σύνολο της ελληνικής οικονομίας

ΤΑ ΑΙΤΙΑ

Στο υπουργείο Ενέργειας απεύχονταν από την πρώτη ημέρα να σκάσει, όπως έλεγαν, η «βόμβα της ΔΕΗ» στα χέρια τους. Εξάλλου, για καμία νεοεκλεγείσα διοίκηση δεν είναι θετικό να προχωρήσει στη λήψη μέτρων που, μεταξύ άλλων, περιλαμβάνουν τιμολογιακές αυξήσεις στους πρώτους μήνες της διακυβέρνησής της. Ωστόσο, μετά την απαξίωση του σχεδίου για τη «μικρή ΔΕΗ» από την προηγούμενη κυβέρνηση, η λήψη των μέτρων φαινόταν ως μονόδρομος προκειμένου να αποφευχθεί το «μπλακ άουτ», όπως το είχε αποκαλέσει κατά την τελετή παραλαβής – παράδοσης του ΥΠΕΝ ο Κωστής Χατζηδάκης, και να αποφευχθούν τα χειρότερα σενάρια για το μέλλον της ΔΕΗ.

Πριν από την ανάληψη της εξουσίας από τον ΣΥΡΙΖΑ, η επιχείρηση παρουσίαζε κερδοφορία 90 εκατ. ευρώ ετησίως, ενώ πλέον σημειώνει ζημίες ύψους 900 εκατ. ευρώ. Η προηγούμενη ηγεσία του υπουργείου είχε αγνοήσει για πολιτικούς λόγους την πρόταση που είχε καταθέσει η διοίκηση της εταιρείας και αφορούσε την εισαγωγή ρήτρας εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα για τα τιμολόγια του ρεύματος. Από εκεί και πέρα, δεν ευοδώθηκε ούτε το σενάριο για την έκδοση διεθνούς ομολόγου, παρά και τη σύμφωνη γνώμη των επενδυτών. Το αφήγημα που είχε επιλέξει να καλλιεργήσει η προηγούμενη διοίκηση του ΥΠΕΝ, αφήνοντας «ξεκρέμαστη» τη ΔΕΗ, είναι ότι δεν θα προβεί σε επιβάρυνση των καταναλωτών.

Στον μακρύ κατάλογο των αιτιών που οδήγησαν στη λήψη μέτρων για την αποκατάσταση της ρευστότητας θα μπορούσε, μεταξύ άλλων, να ενταχθεί η αδυναμία αποπληρωμής των ληξιπρόθεσμων οφειλών προς την επιχείρηση, με τη ΛΑΡΚΟ να αποτελεί τον μεγαλύτερο οφειλέτη για την επιχείρηση με το ποσό να αγγίζει τα 310 εκατ. ευρώ. Τέλος, στην ίδια λίστα θα μπορούσαμε να εντάξουμε ακόμη τον αποτυχημένο διαγωνισμό που διενήργησε η προηγούμενη κυβέρνηση για την αποκρατικοποίηση λιγνιτικών μονάδων σε Μεγαλόπολη και Μελίτη, μετά και την αποχώρηση των επενδυτών.