Σε κυνήγι για την εξεύρεση ποσού ύψους 750 εκατ. ευρώ έως τις 24 Σεπτεμβρίου, οπότε και αναμένεται να δημοσιοποιηθεί η έκθεση του ορκωτού ελεγκτή Ernst & Young έχουν επιδοθεί στη ΔΕΗ.
Η επιχείρηση θα κληθεί να καλύψει, με τη βοήθεια της ηγεσίας του υπουργείου Ενέργειας και Περιβάλλοντος, ένα μεγάλο ποσό προκειμένου η σχετική έκθεση να μην αφήνει ερωτηματικά για τη βιωσιμότητα της μεγαλύτερης ελληνικής δημόσιας επιχείρησης, όπως αντίστοιχα συνέβη με την προηγούμενη έκθεση για το δεύτερο εξάμηνο του 2018.
Σε πρώτη φάση, το μεγαλύτερο μέρος θα εκταμιευτεί από την αύξηση ύψους 10% στα τιμολόγια της ΔΕΗ. Ο ετήσιος κύκλος εργασιών της επιχείρησης ανέρχεται σε 4,7 δισ. ευρώ και, κατά συνέπεια, η αύξηση στα τιμολόγια θα επιφέρει στα ταμεία της ένα ποσό περί τα 450-470 εκατ. ετησίως. Η αύξηση, ωστόσο, θα δρομολογηθεί, στην καλύτερη των περιπτώσεων για την επιχείρηση, από τον Σεπτέμβριο και άρα στα ταμεία της επιχείρησης για φέτος θα κατευθυνθεί συνολικά μικρότερο ποσό.
Επειδή, όμως, το ποσό αυτό θα προέλθει από τους καταναλωτές, για τους οποίους η νέα διοίκηση του ΥΠΕΝ έχει δεσμευτεί ότι δεν θα επιβαρύνει προκειμένου να εξασφαλίσει τη βιωσιμότητα της επιχείρησης, θα πρέπει να υπάρξουν ισοδύναμα αντισταθμιστικά μέτρα που θα αφορούν τη μείωση του φόρου που πληρώνουν οι τελευταίοι για την «πράσινη» ενέργεια.
Στο κυβερνητικό επιτελείο δεν επιθυμούν την επιβάρυνση των παραγωγών αλλά, σε κάθε περίπτωση, τίθεται ως προτεραιότητα να εξαιρεθούν οι καταναλωτές από τα βάρη και να εξασφαλιστεί η βιωσιμότητα της επιχείρησης. Μάλιστα, εκτιμάται πως θα υπάρξει αύξηση των εσόδων στον ΕΛΑΠΕ, τον Ειδικό Λογαριασμό ΑΠΕ, λόγω της τιμής στα δικαιώματα εκπομπής CO2. Οι πρώτοι υπολογισμοί κάνουν λόγο για πλεόνασμα ύψους 200 εκατ. ευρώ. Ως προς αυτή την κατεύθυνση, ωστόσο, γεννώνται ερωτήματα και για την κατάργηση της χρέωσης προμηθευτών προς τις ΑΠΕ, που δεν ισχύει λόγω του ίδιου πλεονάσματος, από την αρχή του χρόνου.
Σε δεύτερη φάση, η διοίκηση της επιχείρησης μελετά και τις δυνατότητες να πάρει η ΔΕΗ ανάσα ρευστότητας από την τιτλοποίηση των ληξιπρόθεσμων οφειλών. Το μεγάλο ερωτηματικό προς αυτή την κατεύθυνση είναι πότε θα καταφέρει η επιχείρηση να εισπράξει τα ποσά που, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της προηγούμενης διοίκησής της, θα έφταναν έως και τα 500 εκατ. ευρώ για το φθινόπωρο. Αξίζει να επισημάνουμε πως οι ληξιπρόθεσμες οφειλές αγγίζουν τα 2,7 δισ. ευρώ.
Σε τρίτη φάση, όπως έχει γράψει το Economix.gr, έρχεται η επίλυση του άλυτου γρίφου για την καταβολή παλιών οφειλών για ΥΚΩ στα ταμεία της ΔΕΗ. Η οφειλή, όπως έχει υπολογίσει η ΡΑΕ, ανέρχεται στα 195 εκατ. ευρώ, και το πρόβλημα ξεκινά από το γεγονός ότι δεν έχει υπολογιστεί σχετικό κονδύλι από τον κρατικό προϋπολογισμό ούτε υπάρχει στο τραπέζι σενάριο αποπληρωμής των οφειλών με επιβάρυνση των καταναλωτών.
Η αποπληρωμή του από πλευράς κρατικού προϋπολογισμού ενδέχεται να πραγματοποιηθεί είτε εξ’ ολοκλήρου, είτε τμηματικά έως το 2021, με ετήσιες δόσεις που δεν θα επιβαρύνουν σε μεγάλο βαθμό κράτος και καταναλωτές. Ακόμη, στο κυβερνητικό στρατόπεδο μελετούν και τις εναλλακτικές πηγές για την αποπληρωμή των οφειλών, ώστε να υπάρξει μικρότερη επιβάρυνση στα κρατικά ταμεία.
Αξίζει να σημειωθεί ότι το θέμα έχει τεθεί στο επίκεντρο των διαβουλεύσεων των υπουργείων Ενέργειας και Οικονομικών καθώς και της ανεξάρτητης αρχής. Όλες οι πλευρές πραγματοποιούν μπαράζ συναντήσεων και διαβουλεύσεων των τεχνικών κλιμακίων το τελευταίο διάστημα προκειμένου να εξευρεθεί άμεσα η λύση. Ακόμη, όμως, κι αν δοθεί λύση στο ζήτημα, θα πρέπει να ακολουθήσει νομοθετική ρύθμιση από πλευράς κυβέρνησης που θα ζητά την καταβολή τους, καθώς το θέμα είχε κλείσει με τον ν. 4067/12 από την κυβέρνηση Παπαδήμου, που προέβλεπε την εκταμίευση ενός ποσού αθροίζοντας τις οφειλές της τριετίας. Εν συνεχεία, η ΡΑΕ θα πρέπει να επιβεβαιώσει τον ακριβή υπολογισμό της οφειλής που, αρχικά είχε υπολογίσει σε 160 – 200 εκατ. ευρώ και στη συνέχεια στα 195 εκατ. ευρώ.