Εθνική Πανγαία
Ένα από τα δύο ξενοδοχεία στον Πρωταρά που απέκτησε η Εθνική Πανγαία πρόσφατα
Εθνική ΠανγαίαΠηγή Εικόνας: Εθνική Πανγαία

Η κυβερνητική αλλαγή της 7ης Ιουλίου φαίνεται ότι κατάφερε να δημιουργήσει τη σταθερότητα και τις κατάλληλες συνθήκες που αναζητούσε η Εθνική Πανγαία για να προχωρήσει σε Αύξηση Μετοχικού Κεφαλαίου. Όπως, άλλωστε, αναφέρεται στην έκθεση του δ.σ., η εταιρεία “έχει επανειλημμένως εκφράσει την πρόθεσή της να προχωρήσει σε αύξηση μετοχικού κεφαλαίου”, της οποίας το ύψος τοποθετείται σε μέχρι 500 εκατ. ευρώ, σύμφωνα όσο αναφέρουν κύκλοι της Εθνικής Πανγαίας.

Η εταιρεία σχεδιάζει να διαθέσει το ποσό της ΑΜΚ σε αγορές καλών προδιαγραφών ακινήτων, κτηρίων γραφείων, καταστημάτων και ξενοδοχείων με στόχο, μεταξύ άλλων, να αποτελέσει υπολογίσιμη «δύναμη» στην Νοτιοανατολική Ευρώπη. Έτσι, η εταιρεία ψάχνει ευκαιρίες στην ελληνική αγορά ακινήτων, ενώ τμήμα των κεφαλαίων που θα αντλήσει θα κατευθυνθεί στη χρηματοδότηση projects, όπως η υλοποίηση στην Κρήτη τουριστικής επένδυσης της τάξης των 50 εκατ. ευρώ, από κοινού με την Dimand, σε δύο εκτάσεις που διαθέτει η ΑΕΠ Χανίων, της οποίας το 40% ανήκει στην ΑΕΕΑΠ.

Σε κάθε περίπτωση, η Εθνική Πανγαία, έχει εντοπίσει ευκαιρίες-που ευλόγως δεν ανακοινώνει- τις οποίες θα αξιοποιήσει όταν ολοκληρωθεί η ΑΜΚ. Γι’ αυτό η εταιρεία φαίνεται να επιλέγει την κατάργηση των δικαιωμάτων προτίμησης, ώστε η διαδικασία να ολοκληρωθεί γρηγορότερα και η εταιρεία να εκμεταλλευτεί το ευνοϊκό μομέντουμ. Σε κάθε περίπτωση, η απόφαση θα οριστικοποιηθεί στην γενική συνέλευση της 11ης Σεπτεμβρίου, ενώ, μέσω της ΑΜΚ, επιδιώκεται εκτός από την υλοποίηση σημαντικών επενδύσεων, η ενίσχυση του free float, από 1,25% σε έως 30%, των μετοχών της Εθνικής Πανγαίας.

Ο λόγος; Προκειμένου οι υφιστάμενοι μέτοχοι να έχουν, μετά την ολοκλήρωση της Αύξησης Μετοχικού Κεφαλαίου, μεγαλύτερη ευελιξία, καθώς οι μετοχές τους θα είναι «σε πολύ περισσότερο ρευστοποιήσιμη εταιρεία», σύμφωνα με όσα αναφέρει η έκθεση του δ.σ. της εταιρείας.

Σημειώνεται ότι η Εθνική Πανγαία έχει χαρτοφυλάκιο ακινήτων της τάξης των 2 δισ. ευρώ.