PWC
PWC
PWCΠηγή Εικόνας: wikimedia commons

Σε συνέχεια της απόφασης της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα που αφορά στη νομιμότητα επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα των εργαζομένων και την επιβολή προστίμου ύψους 150.000 ευρώ στην PricewaterhousecoopersBusiness Solutions Α.Ε., η εταιρεία εξέδωσε ανακοίνωσή όπου τονίζει ότι δεν προέβη στις ενέργειες που τις καταλογίζονται, θέτοντας παράλληλα ζήτημα για την εγκυρότητα της απόφασης της Αρχής.

Ειδικότερα, η PwC επισημαίνει ότι «όπως προκύπτει από το κείμενο της απόφασης (σελίδα 40 – παράγραφος VI, σελίδα 33 – τέλος παραγράφου 23 και σελίδα 45 – παράγραφος ‘η’, της απόφασης), η εταιρεία: ουδέποτε εξανάγκασε εργαζόμενό της να της χορηγήσει τη συγκατάθεσή του για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, ουδέποτε προέβη σε παρακολούθηση των (ηλεκτρονικών ή άλλων) μέσων επικοινωνίας των εργαζομένων της και ουδεμία ζημία προκάλεσε σε εργαζόμενό της.

Η PwC ενεργεί πάντα σε πλήρη συμμόρφωση με το υφιστάμενο νομοθετικό πλαίσιο και βάσει των αρχών διαφάνειας. Αιτία της επιβολής προστίμου αποτελεί η νομική ερμηνεία συγκεκριμένων άρθρων της ισχύουσας νομοθεσίας, για τα οποία μάλιστα δεν υπάρχει οιοδήποτε νομολογιακό προηγούμενο.

Με πλήρη σεβασμό προς την Αρχή και σε συνεργασία μαζί της, η εταιρεία μελετά σε βάθος την απόφαση και θα αξιολογήσει τυχόν μελλοντικές ενέργειες» καταλήγει η ανακοίνωση.

Υπενθυμίζεται ότι η καταγγελία έγινε από την Ένωση Λογιστών Ελεγκτών Περιφέρειας Αττικής («ΕΛΕΠΑ») κατά της εταιρίας «PWC» για παράνοµη επεξεργασία των δεδοµένων προσωπικού χαρακτήρα των εργαζοµένων σε αυτή.

Όπως ειδικότερα αναφέρεται στην καταγγελία, οι υπεύθυνοι της καταγγελλόµενης εταιρίας διένειµαν στο προσωπικό της «∆ήλωση Αποδοχής όρων Επεξεργασίας Προσωπικών ∆εδοµένων» καθώς και νέες ατοµικές συµβάσεις (που επισυνάφθηκαν στην καταγγελία), οι οποίες περιελάµβαναν εδάφια που αναφέρονται στην επεξεργασία προσωπικών δεδοµένων, ζητώντας επιτακτικά να τις υπογράψουν, κατά παράβαση του ν. 2472/1997, δεδοµένης µάλιστα της πλεονεκτικής θέσης της εργοδοσίας έναντι των εργαζοµένων, ώστε εµµέσως να εξαναγκαστούν προς υπογραφή αυτών.

Όπως αναφέρεται στην εν λόγω καταγγελία,

α) µε τη συγκεκριµένη δήλωση ζητείτο από το προσωπικό, να δώσει τη συγκατάθεσή του και να επιτρέψει ρητά και ανεπιφύλακτα στην εταιρία να καταχωρήσει και να χρησιµοποιεί τα προσωπικά του στοιχεία, τόσο τα ήδη κατατεθέντα όσο και τα µελλοντικά, στις βάσεις δεδοµένων που διατηρεί, αν και από τον χαρακτήρα των επιχειρηµατικών δραστηριοτήτων της εταιρίας δεν προκύπτει οποιοσδήποτε λόγος ασφάλειας, που θα καθιστούσε ανεκτή µια τέτοια καταχώρηση και επεξεργασία των προσωπικών δεδοµένων των εργαζοµένων.

β) ζητείτο από τους εργαζόµενους να συναινέσουν µε τη δήλωσή τους αυτή στην περαιτέρω διοχέτευση των προσωπικών τους δεδοµένων σε τρίτα πρόσωπα ακόµη και σε πελάτες της εταιρίας, ζητώντας την εν λευκώ στην ουσία συγκατάθεση των εργαζοµένων να χρησιµοποιεί και να κοινοποιεί σε οποιονδήποτε τρίτο τα προσωπικά τους στοιχεία, όπου και µε όποιο τρόπο κρίνει ότι εξυπηρετούνται τα επιχειρηµατικά της συµφέροντα και

γ) µε τον τρόπο αυτό δροµολογείται και η περαιτέρω παρακολούθησή τους στον χώρο εργασίας όπως µε κάµερες κ.ά.