Στην επιστήμη της κοινωνιολογίας, ο όρος Nimby (Not In My Backyard – Όχι στη δική μου αυλή) χρησιμοποιείται για να περιγράψει μία μερίδα ανθρώπων που εναντιώνονται σε μία αλλαγή, επειδή αυτή πρόκειται να συμβεί στη δική τους γεωγραφική ζώνη. Πρόκειται, δηλαδή, για μερίδα των κατοίκων μίας περιοχής που τάσσονται εναντίον μίας αναπτυξιακής δράσης (ή επένδυσης) στην περιοχή τους, παρά το γεγονός ότι θα συμφωνούσαν μ’ αυτήν, αν γινόταν σε μία άλλη περιοχή.
Στα σχέδια που βρίσκουν αντίθετους τους κατοίκους μίας τοπικής κοινωνίας θα μπορούσαν να ενταχθούν τα αναπτυξιακά έργα (π.χ. αυτοκινητόδρομος που θα προξενούσε φασαρία), τα έργα με κοινωνικό περιεχόμενο (π.χ. φυλακές ή καταφύγια αστέγων που θα υποβάθμιζαν την περιοχή) ή βιομηχανικά έργα (π.χ. εργοστάσια που θα μόλυναν τον αέρα). Η ειδοποιός διαφορά είναι ότι η επένδυση από μόνη της είναι προσοδοφόρα για το κοινωνικό σύνολο και έχει θετικό αντίκτυπο και στην τοπική κοινωνία, κυρίως μέσα από την παροχή θέσεων εργασίας ή την αύξηση της επισκεψιμότητας, αλλά μία μερίδα κατοίκων εναντιώνεται για μία ορισμένη παράμετρο. Οι παράμετροι αυτοί ποικίλλουν: έλλειψη ασφάλειας, ρύποι, πτώση της αξίας της γης κ.α.
Ως υποκατηγορία των NIMBY υπάρχουν και οι BANANA: Build Absolutely Nothing Anywhere Near Anything or Anyone (Μη χτίσετε απολύτως τίποτα, πουθενά και κοντά σε οτιδήποτε ή οποινδήποτε). Ο όρος αυτός χρησιμοποιείται κυρίως για να διακομοδήσει την πρακτική μερίδας των ακτιβιστών ή των οργανωμένων κοινωνικών ομάδων με συμφέροντα που τάσσονται κατά της δημιουργίας όλων των αναπτυξιακών έργων θέτοντας κάθε φορά ως αφορμή την υποβάθμιση της ποιότητας ζωής των κατοίκων στην τοπική κοινωνία. Το ενδιαφέρον στην προκειμένη περίπτωση είναι ότι οι ομάδες πίεσης δεν έχουν κάποιο άμεσο συμφέρον από τη διαδικασία, όπως, για παράδειγμα, θα είχαν οι κάτοικοι της τοπικής κοινωνίας αλλά αποτελούν φερέφωνα τρίτων συμφερόντων.
Η ορολογία αυτή αξιοποιήθηκε, κατά κύριο λόγο, για να καλύψει τις μεγάλες κινητοποιήσεις στο Ηνωμένο Βασίλειο. Στην Ελλάδα το φαινόμενο συναντάται αρκετά συχνά λόγω της διασποράς της εξουσίας σε πολλές ομάδες συμφερόντων αλλά και της αλληλένδετης σχέσης που αυτές αναπτύσσουν με την εξουσία. Η διαδικασία κεφαλαιοποίησης της αγανάκτησης της τοπικής κοινωνίας απέναντι στον αναπτυξιακό σχεδιασμό ακολουθεί ένα μοντέλο από την κορυφή προς τη βάση (top down) και όχι από τη βάση προς την κορυφή (bottom up), όπως θα υπέθετε ένα άπειρο μάτι.
Με άλλα λόγια, η πολιτική γραμμή διαχέεται σε ομάδες πίεσης και, με τη σειρά τους, αυτές διαχέουν το μήνυμα στις τοπικές κοινότητες. Δεν πρόκειται, δηλαδή, για ένα κοινωνικό αίτημα της τοπικής κοινωνίας που, αφού λειάνουμε τις γωνίες, το κάνουμε πολιτική πρόταση και κατατίθεται σε αρμόδιους φορείς αλλά για μία διαδικασία καλλιέργειας του συναισθήματος των μελών της τοπικής κοινωνίας που, στη συνέχεια, υπό το πρόσχημα της αγανάκτησης των μελών της, αποκτά πολιτική σάρκα και οστά.
Στην ελληνική πραγματικότητα το ίδιο φαινόμενο αποκτά υπόσταση και σε κλαδικά ή, δευτερευόντως, κοινωνικά αιτήματα. Η ειδοποιός διαφορά ανάμεσα στις δύο περιπτώσεις είναι ότι τα κλαδικά αιτήματα πατούν πάνω στη λογική του συμφέροντος (π.χ. προσλήψεις ή αυξήσεις μισθών) ενώ τα κοινωνικά αποτελούν αναφαίρετα δικαιώματα που δεν είναι κατοχυρωμένα ή, παρά τη νομική κατοχύρωσή τους, καταπατόνται συστηματικά.
Σε ό,τι αφορά, ωστόσο, τα τοπικά συμφέροντα θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι η επένδυση στις Σκουριές αποτελεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Δεν θα υπεισέλθω σε θέματα ουσίας που αφορούν τον δίκαιο ή μη αγώνα, την παράνομη ή μη διαδικασία που ακολούθησε η επιχείρηση και τα ωφέλιμα ή μη στοιχεία της επένδυσης. Στέκομαι, όμως, στην πρακτική του Not In my Backyard που υιοθετήθηκε για την επένδυση. Για φανταστείτε, δηλαδή, να άλλαζε η τοποθεσία της επένδυσης και αντιδρούσαν, κατά τα πρότυπα των προηγούμενων, και εκεί οι κάτοικοι της περιοχής. Και το ίδιο φαινόμενο να επαναλαμβανόταν για κάθε αναπτυξιακό έργο σε οποιαδήποτε περιοχή της χώρας. Θα ήταν, άραγε, αυτό αποτελεσματικό για τη δημόσια διοίκηση και το κοινωνικό σύνολο;
Το δικαίωμα στη διαμαρτυρία είναι -και πολύ σωστά- αναφαίρετο. Τον τελικό, όμως, λόγο σε κάθε ευνομούμενη πολιτεία τον έχει ο νόμος. Όπως έλεγε και ο Ηράκλειτος, ο νόμος είναι ο πατέρας των πάντων: «Πόλεμος πάντων μεν πατήρ εστί, πάντων δε βασιλεύς». Όλοι έχουμε δικαίωμα ή, πιο σωστά, υποχρεώση στη διαμαρτυρία αλλά όλοι έχουμε υποχρέωση και στην τήρηση των νόμιμων διαδικασιών.