Ελπίδες για τα ελληνικά ομόλογα ανοίγει ο νέος κύκλος ποσοτικής χαλάρωσης (QE), που εξήγγειλε ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Μάριο Ντράγκι.
Στη διάρκεια συνέντευξης Τύπου, μετά την καθιερωμένη συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ, ο επικεφαλής της άφησε ανοικτό το ενδεχόμενο νέας μείωσης των επιτοκίων, οδηγώντας τα σε αρνητικό επίπεδο αν κριθεί αναγκαίο, και επανέναρξης του προγράμματος αγοράς ομολόγων (γνωστό και ως ποσοτική χαλάρωση) τον Σεπτέμβριο, σύμφωνα με το ΑΠΕ-ΜΠΕ.
Ο ίδιος δικαιολόγησε τις αποφάσεις αυτές, στην εντεινόμενη αβεβαιότητα η οποία έχει ως αποτέλεσμα να επιδεινωθεί δραματικά η προοπτική ανάκαμψης της ευρωπαϊκής οικονομίας. Ταυτοχρόνως, ο πληθωρισμός παρά την άνοδο που έχει σημειώσει φαίνεται να αποκλίνει από το στόχο του «πλησίον 2%».
Στους κινδύνους που ελλοχεύουν από το εξωτερικό περιβάλλον, όπως το νέο κύμα προστατευτισμού και ο αρνητικός αντίκτυπος του στο διεθνές εμπόριο, η αστάθεια των αναδυομένων αγορών, προστίθεται πλέον, σύμφωνα με τον πρόεδρο της ΕΚΤ, και το ενδεχόμενο ενός σκληρού Brexit.
Όπως αναφέρεται στην ανακοίνωση της ΕΚΤ, στη σημερινή του συνεδρίαση, το Διοικητικό Συμβούλιο αποφάσισε ότι το επιτόκιο των πράξεων κύριας αναχρηματοδότησης, καθώς και τα επιτόκια της διευκόλυνσης οριακής χρηματοδότησης και της διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων, θα παραμείνουν αμετάβλητα σε 0,00%, 0,25% και -0,40%, αντιστοίχως.
Όσον αφορά το νέο πακέτο μέτρων που αποφασίστηκε σήμερα, ερωτηθείς κατά πόσο οι αποφάσεις ελήφθησαν με ομοφωνία, ο κ. Ντράγκι ανέφερε ότι σε ένα τόσο ευρύ πακέτο μέτρων είναι αναμενόμενο να υπάρχουν διαφορετικές απόψεις, οι οποίες, όμως, τελικώς συγκλίνουν στις τελικές ανακοινώσεις.
Μέχρι να καθοριστούν οι τεχνικές λεπτομέρειες προκειμένου να ξεκινήσει το νέο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, η ΕΚΤ θα συνεχίσει να επανεπενδύει τα κεφάλαια από κρατικά ομόλογα που ωριμάζουν και έχουν αγοραστεί με βάση το προηγούμενο πρόγραμμα, όπως μεταδίδει το ΑΠΕ-ΜΠΕ. Ενώ, όσον αφορά τα επιτόκια, η ΕΚΤ, όπως αναφέρει στην ανακοίνωσή της, αναμένει πως θα παραμείνουν στα τρέχοντα ή και χαμηλότερα επίπεδα τουλάχιστον για το πρώτο εξάμηνο του 2020 και, σε κάθε περίπτωση, όσο χρειαστεί ώστε να διασφαλιστεί η συνεχιζόμενη σύγκλιση του πληθωρισμού προς τον στόχο της μεσοπρόθεσμα.