Σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης φαίνεται ότι βρίσκεται η μεγαλύτερη δημόσια εταιρεία ρεύματος στην Ελλάδα το τελευταίο διάστημα καθώς ο υπουργός Ενέργειας είχε αφήσει ανοιχτό ακόμη και το ενδεχόμενο «μπακ – άουτ» εντός του καλοκαιριού. Στις προγραμματικές του δηλώσεις, ο κ. Χατζηδάκης έθεσε ως προτεραιότητα τη σωτηρία τις επιχείρησης και απάντησε σε τρία κρίσιμα ερωτήματα για την υπόθεσή της.
- Θα φεσωθούν οι καταναλωτές τη διαφαινόμενη σωτηρία της επιχείρησης;
Σύμφωνα με τις προγραμματικές δηλώσεις του νέου ΥΠΕΝ, η κυβέρνηση θα επιδιώξει τον εξορθολογισμό της τιμολογιακής πολιτικής της ΔΕΗ που, στην πραγματικότητα, σημαίνει αύξηση στους λογαριασμούς των καταναλωτών. Ωστόσο, ο κ. Χατζηδάκης δεσμεύτηκε ότι η εν λόγω αύξηση δεν θα επηρεάσει τους καταναλωτές, ακριβώς επειδή θα ισοσκελίζεται από τα σχετικά αντίμετρα της κυβέρνησης.
Για να πετύχει να εξισορροπήσει το τελικό ποσό στον λογαριασμό της ΔΕΗ, ο νέος υπουργός θα επενδύσει σε δύο παράγοντες: αφενός στη μείωση του ΦΠΑ και αφετέρου στην περαιτέρω μείωση του ΕΤΜΕΑΡ. Το ποσό που πληρώνουν οι καταναλωτές για τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας θα μειωθεί ενώ, σύμφωνα με τις εξαγγελίες του υπουργού, ο λογαριασμός του ΕΤΜΕΑΡ θα επιφέρει πλεονάσματα περί τα 200 εκατ. ευρώ.
- Τούτου δοθέντος, πώς φιλοδοξεί η ηγεσία του ΥΠΕΝ να στηρίξει την εταιρεία;
Το πρώτο ζήτημα που έθεσε ο υπουργός Ενέργειας είναι ότι δεν υπάρχει ενδεχόμενο εξεύρεσης στρατηγικού επενδυτή στην παρούσα φάση. Τούτου δοθέντος, ο Κωστής Χατζηδάκης έκανε λόγο για σχέδιο διάσωσης της επιχείρησης θέτοντας ως άξονές του τη στήριξη και την εξυγίανσή της.
Η στήριξή της, όπως διευκρίνισε, θα αφορά την αύξηση του μεριδίου της επιχείρησης στην εγχώρια αγορά ενέργειας την οποία ο ΣΥΡΙΖΑ είχε μειώσει στο 50% ενώ συμπλήρωσε ότι θα προχωρήσει άμεσα σε κατάργηση των ΝΟΜΕ. Από εκεί και πέρα, σημείωσε πως θα κλείσει το θέμα των ΥΚΩ (η ΔΕΗ διεκδικεί χρήματα για την ΥΚΩ του 2011) ώστε να υπάρξει ανάσα ρευστότητας στην επιχείρηση ενώ κάτι αντίστοιχο θα δρομολογηθεί για την απόδοση των Αποδεικτικών Διαθεσιμότητας Ισχύος. Το τελευταίο μέτρο στήριξης αφορά τη μετάβαση της επιχείρησης προς τις ΑΠΕ καθώς σήμερα κατέχει μόλις 2,9%.
Σε ό,τι αφορά τα μέσα εξυγίανσής της, ο νέος υπουργός μίλησε για κατάρτιση νέου business plan που θα ενισχύει την ανταγωνιστικότητά της και τη μετάβασή της στην εποχή μετά τον λιγνίτη αλλά και για πρόγραμμα μετασχηματισμού που θα δρομολογήσει τη μεταφορά των παγίων της διανομής της ΔΕΗ στον ΔΕΔΔΗΕ. Ακόμη, έκανε λόγο για εθελούσιες εξόδους του προσωπικού χωρίς, ωστόσο, να υπάρξουν απολύσεις. Τέλος, αναφέρθηκε και στους στρατηγικούς κακοπληρωτές καθώς, όπως είπε, μόλις 60.000 καταναλωτές χρωστούν 800 εκατ. ευρώ στη ΔΕΗ κι αυτοί θα κληθούν να εξοφλήσουν τις εκκρεμότητές τους.
- Ποιος φέρει ευθύνες για τη σημερινή κατάσταση της ΔΕΗ;
«Στη ΔΕΗ αυτό που έγινε δεν το χωράει ανθρώπου νους», είπε ο κ. Χατζηδάκης, απευθυνόμενος στον Ευκλείδη Τσακαλώτο. Ο υπουργός απέδωσε την πορεία της εταιρείας στις ιδεοληψίες της προηγούμενης κυβέρνησης επαναλαμβάνοντας ότι κατά την περίοδο διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, η επιχείρηση πέρασε από κερδοφορία 90 εκατ. ευρώ σε ζημία ύψους 900 εκατ. ευρώ και φέρνοντας στο προσκήνιο την ανάγκη για σωτηρία της.
Μάλιστα, έκανε λόγο για μοντέλο «μισής ΔΕΗ» από την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ τονίζοντας πως με τις δημοπρασίες ηλεκτρικού ρεύματος της πρώην κυβέρνησης (ΝΟΜΕ) η επιχείρηση έχανε πελάτες και πουλούσε κάτω του κόστους οδηγώντας τη δημόσια επιχείρηση σε ζημίες ύψους έως και 600 εκατ. ευρώ. Στη φαρέτρα των επιχειρημάτων του έθεσε και την απώλεια άνω του 80% της χρηματιστηριακής αξίας της μετοχής της ΔΕΗ που, μετά και τη διεξαγωγή των ευρωεκλογών, έχει ανέβει κατά 85% από τα 1,3 στα 2,4 ευρώ.
Ο υπουργός ξεκαθάρισε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έθεσε εν αμφιβόλω τη βιωσιμότητα της εταιρείας εκφράζοντας ως επιχείρημα τον έλεγχο του ορκωτού λογιστή (Ernst & Young) που μιλούσε για «σημαντική αμφιβολία σχετικά με τη δυνατότητα της Εταιρίας και του Ομίλου να συνεχίσουν τη δραστηριότητά τους». Τέλος, ο κ. Χατζηδάκης αναφέρθηκε και στα «πετράδια της ΔΕΗ», τις λιγνιτικές μονάδες, που μετά και την αποτυχία του σχετικού διαγωνισμού που διοργάνωσε η προηγούμενη κυβέρνηση οδηγήθηκαν σε απαξίωση.