Στη δεκαετία του 1970 βρίσκονται οι υποδομές της πλειονότητας των Βιομηχανικών Περιοχών της χώρας, καθιστώντας σχεδόν ανέφικτη την προσέλκυση επενδύσεων και τη δημιουργία εκ του μηδενός παραγωγικών μονάδων.
Όπως αποκαλύπτει το economix.gr, η 4η Βιομηχανική Επανάσταση δεν θα αποδειχθεί σύντομα απειλή για τους εργαζόμενους της βιομηχανίας στην Ελλάδα, καθώς δεν φαίνεται πιθανή στο ορατό μέλλον η εγκατάσταση ρομπότ, αφού λείπουν οι βασικές υποδομές από τις βιομηχανικές ζώνες.
Και τέτοια βασική υποδομή για την υποδοχή της νέας τεχνολογικής εποχής είναι η οπτική ίνα, αναγκαία και απαραίτητη για τον έλεγχο των ρομπότ από απόσταση.
Το στοιχείο που εντυπωσιάζει είναι ότι οι τηλεπικοινωανιακοί πάροχοι λένε ότι το κόστος των υποδομών είναι δυσβάστακτο. Κάτι που, σε συνδυασμό με τη χαμηλή ζήτηση, καθιστά ανέφικτη μια αντίστοιχη υποδομή. Αν και, όπως λένε επιχειρηματίες που οι μονάδες τους είναι μέσα στις ΒΙΠΕ, τέτοιες υποδομές θα έπρεπε να γίνουν από κρατικούς φορείς, αφού οι ιδιώτες πάροχοι δεν θέλουν να επενδύσουν ούτε ένα ευρώ.
Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα στη ΒΙ.ΠΕ Κομοτηνής, όπου, παρότι υπάρχει υποδομή οπτικής ίνας, δεν υπάρχουν πελάτες ή μεγάλες επιχειρήσεις που να έχουν έρθει σε συμφωνία με τον ιδιώτη πάροχο.
Σύμφωνα με πληροφορίες, ο όμιλος Γερμανός και η εταιρεία Sunlight δεν επιθυμεί να αγοράσει την υπηρεσία της οπτικής ίνας από τον ιδιώτη πάροχο καθώς θα προτιμούσε την παροχή να την ελάμβανε από την Cosmote, καθώς ο Όμιλος έχει αγαστή συνεργασία και πιθανόν να προσδοκά σε χαμηλότερο κόστος.
Σήμερα, σύμφωνα με το ρεπορτάζ μας, μόνο τέσσερις ΒΙ.ΠΕ έχουν οπτική ίνα. Πρόκειται για τις βιομηχανικές περιοχές της Θεσσαλονίκης, της Πάτρας, της Κομοτηνής και των Ιωαννίνων, σε σύνολο 59 ΒΙ.ΠΕ εκ των οποίων οι 25 διαχειρίζονται από την εταιρεία ΕΤΒΑ ΒΙΠΕ.
Το πρόβλημα των ΒΙ.ΠΕ. είναι ότι είναι απομονωμένες με τον έξω κόσμο καθώς δεν διαθέτουν χρήσιμα εργαλεία για να δώσουν ανταγωνιστικότητα στις επιχειρήσεις που είναι εγκατεστημένες μέσα στη ζώνη. Η ΒΙ.ΠΕ Θεσσαλονίκης πληροί όλα τα κριτήρια των υποδομών, καθώς διαθέτει οδικό άξονα που να φθάνει στην είσοδο της βιομηχανικής ζώνης, συνδέεται με σιδηρόδρομο, υπάρχει σε κοντινή απόσταση αεροδρόμιο και εμπορικό λιμάνι, δίκτυο οπτικής ίνας, δίκτυο φυσικού αέριου και ηλεκτρική ενέργεια.
Αυτές οι 7 υποδομές κάνουν μια ΒΙ.ΠΕ. ολοκληρωμένη, μαζί με τη διαχείριση αποβλήτων, για να μπορεί να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της νέας διεθνοποιημένης επιχειρηματικότητας.
Η ΒΙ.ΠΕ Πάτρας, που παρότι διαθέτει λιμάνι και θα μπορούσε να αξιοποιηθεί για εξαγωγές, δεν μπορεί να εκπληρώσει το ρόλο της, διότι δεν είναι εμπορικό λιμάνι για την μεταφορά κοντέινερ. Η δραστηριότητά του λιμανιού είναι αμιγώς επιβατική και αρκείται στην εξυπηρέτηση – μεταφορά σε φορτηγά – νταλίκες. Όμως το κόστος οδικής μεταφοράς είναι απαγορευτικό για τις εξαγωγές και επιχειρήσεις χάνουν τις αγορές της Ευρώπης.
Αξίζει να αναφερθεί ότι σε πολλές περιπτώσεις, σε επιχειρήσεις που είχαν εγκατασταθεί στις ΒΙ.ΠΕ, όταν η διαχείριση ήταν υπό κρατικό φορέα, οι επιχειρηματίες γνώριζαν εκ των προτέρων ότι δεν θα πλήρωναν πότε τις υποχρεώσεις τους προς την εταιρεία διαχείρισης, διότι το κράτος στο τέλος διαγράφει τα χρέη τους. Η νοοτροπία αυτή… οικοδομήθηκε σε γερά θεμέλια για δεκαετίες, με αποτέλεσμα το νέο καθεστώς διαχείρισης από την ιδιωτικοποιημένη ΕΤΒΑ ΒΙΠΕ, με δικαστικές αποφάσεις να προσπαθεί να τους επαναφέρει στην κανονικότητα. Κάτι που έχει προκαλέσει και τον «πόλεμο» ανακοινώσεων των τελευατίων ημερών μεταξύ εκπροσώπων των φορέων.
Από την άλλη, πολλοί επιχειρηματίες ακολούθησαν έναν άλλο δρόμο για να μην έχουν «τέτοια προβλήματα». Με την αρωγή ή ανοχή του κράτους, που τους επέτρεψε να δραστηριοποιηθούν σε «παράνομες» περιοχές, χωρίς κανέναν σχεδιασμό και υποδομές, όπως στο Καλοχώρι Θεσσαλονίκης και στα Οινόφυτα Αττικής, έφτιαξαν μονάδες χωρίς ιδιαίτερο έλεγχο, καθώς σε τέτοιες περιοχές, που πρόσφατα αρχίσαμε να ονομάοζυμε «άτυπες βιομηχανικές συγκεντρώσεις», δεν τηρούνται οι προϋποθέσεις για οργανωμένους υποδοχείς επιχειρήσεων και δεν μπορούν να χαρκατρηριστούν ως βιομηχανικές περιοχές.