Την «τελευταία ώρα», δηλαδή λίγο πριν λήξει το ωράριο των υπηρεσιών του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας, την τελευταία ημέρα της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ (καθώς όλες οι δημοσκοπήσεις δείχνουν άνετη επικράτηση της Νέας Δημοκρατάις στις εκλογές και ο Κυριάκος Μητσοτάκης δήλωσε έτοιμος να ανακοινώσει τη νέα κυβέρνηση της Δευτέρα και να ορκιστεί την Τρίτη) επέλεξε ο Αναπληρωτής Υπουργό Περιβάλλοντος να ανακοινώσει ένα νέο πλαίσιο για την παρακολούθηση και των έλεγχο της καύσης απορριμμάτων – αποβλήτων για παραγωγή ενέργειας στην τσιμεντοβιομηχανία.
Είναι ένα θέμα που έχει διχάσει πολλές τοπικές κοινωνίες, με συνεχείς διαμαρτυρίες πχ στο Βόλο, για το οποίο ο ΣΥΡΙΖΑ ως κυβέρνηση έχει προσπαθήσει να κρατήσει ισσοροπίες. Από τη μία πλευρά δεν θέλει να πάει κόντρα στη βαριά βιομηχανία της χώρας – η Αριστερά άλλωστε θέλει βαριά βιομηχανία, ιδεολογικώς. Από την άλλη όμως τα συλλογικά κινήματα κατά τόπους, πολλοί πολίτες και φορείς έχουν εκφράσει έντονες ανησυχίες για μόλυνση (με αφορμή κυρίως δυσοσμία και άλλα συμβάντα) από την καύση απορριμάτων στους βιομηχανικούς κλίβανους. Και ταυτόχρονα η καύση αποβλήτων μπορεί να μην είναι κεντρική επιλογή στο Εθνικό Σχέδιο Διαχείρισης Απορριμάτων αλλά στην πραγματικότητα δεν μπορεί να υπάρξει ολοκληρωμένη διαχείριση σήμερα χωρίς καύση κάποιων αποβλήτων. Άλλωστε η καύση (ως δευτερογενή καύσιμα όπως τα ονομάζει συνεχώς το ΥΠΕΝ) των απορριμμάτων – αποβλήτων είναι βασική αρχή της επαναχρησιμοποίησης, που αποτελεί βασικό στάδιο της κυκλικής Οικονομίας.
Έτσι το ΥΠΕΝ έχει επιλέξει ένα μέσο δρόμο. Χωρίς να αυστηροποιήσει τη νομοθεσία, έχει πιέσει τη βιομηχανία για πιο ουσιαστικούς όρους και ελέγχους, ώστε να πειστούν και οι τοπικές κοινωνίες. Πρόκειται για εθελοντική συμμόρφωση των τσιμεντοβιομηχανιών, η τήρηση της οποίας εξαρτάται από την καλή θέληση όλων των πλευρών. Δεν παράγει ωστόσο διοικητικά δεσμευτικό αποτέλεσμα.
Έετσι, όπως ανακοίνωσε το ΥΠΕΝ αργά την Παρασκευή 5 Ιουλίου, το απόγευμα, υπεγράφη από τον Αναπληρωτή Υπουργό Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Σωκράτη Φάμελλου, και τον Πρόεδρο της Ένωσης Τσιμεντοβιομηχανιών Ελλάδος, Νέλλο Κανελλόπουλο, η νέα Εθελοντική Συμφωνία μεταξύ του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας και της Ένωσης Τσιμεντοβιομηχανιών Ελλάδος για την αξιοποίηση εναλλακτικών καυσίμων από την τσιμεντοβιομηχανία.
Όπως αναφέρει το ΥΠΕΝΝ, η νέα Εθελοντική Συμφωνία αντικαθιστά την προγενέστερη, που έληξε το 2016, θέτοντας ένα νέο, φιλόδοξο, αλλά και αυστηρό πλαίσιο, το οποίο ενισχύει τόσο την ανταγωνιστικότητα της τσιμεντοβιομηχανίας σε μία ευρωπαϊκή και παγκόσμια οικονομία χαμηλών εκπομπών άνθρακα όσο και τις περιβαλλοντικές υποχρεώσεις της τσιμεντοβιομηχανίας, πέραν των συμβατικών, όπως προβλέπονται στην ευρωπαϊκή και εθνική νομοθεσία. Η Ελλάδα με αυτό τον τρόπο ενισχύει, επίσης, και την εθνική της συμβολή στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, αφού η χρήση δευτερογενών καυσίμων στην τσιμεντοβιομηχανία συνεισφέρει σημαντικά και στη μείωση των εθνικών εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου.
Σύμφωνα με το Υπουργείο – καθώς κανείς δημοσιογράφος δεν εκκλήθη, ώστε να αποφευχθούν και οι ερωτήσεις… – ο Αν.ΥΠΕΝ Σωκράτης Φάμελλος δήλωσε: «Η νέα εθελοντική συμφωνία για την αξιοποίηση δευτερογενών καυσίμων από την τσιμεντοβιομηχανία ενισχύει την περιβαλλοντική προστασία, στο πλαίσιο της κυκλικής οικονομίας, και την ανταγωνιστικότητα του κλάδου»
Συγκεκριμένα, όπως αναφέρει η ανακοίνωση του ΥΠΕΝ, μέσω της νέας Εθελοντικής Συμφωνίας, αυστηροποιούνται οι περιβαλλοντικές υποχρεώσεις των τσιμεντοβιομηχανιών για τη χρήση εναλλακτικών δευτερογενών καυσίμων, δηλαδή καθιερώνεται η δημοσιοποίηση των μετρήσεων, αυξάνεται η συχνότητα των μετρήσεων των παρακολουθούμενων εκπομπών αέριων ρύπων, πέραν των συμβατικών απαιτήσεων της νομοθεσίας, εξακολουθούν να αποκλείονται από τη χρήση κατηγορίες δευτερογενών καυσίμων με χαμηλά ποιοτικά χαρακτηριστικά και δρομολογείται η σύσταση Επιτροπής Κοινωνικού Ελέγχου σε πανελλαδικό επίπεδο.
Πρόκειται, αναφέρουν, για ένα σημαντικό βήμα για την υλοποίηση της Εθνικής Στρατηγικής για την Κυκλική Οικονομία, με το οποίο επιτυγχάνονται ταυτόχρονα προστασία του περιβάλλοντος, βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής τσιμεντοβιομηχανίας, στήριξη της εργασίας και της επιχειρηματικότητας στον κλάδο, μείωση εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα και κόστους ενέργειας, καθώς και του κόστους διαχείρισης των αποβλήτων για την κοινωνία, σε συνθήκες διαφάνειας και ελεύθερης πρόσβασης στην περιβαλλοντική πληροφορία.